παροικία

From LSJ
Revision as of 21:10, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (c2)

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παροικία Medium diacritics: παροικία Low diacritics: παροικία Capitals: ΠΑΡΟΙΚΙΑ
Transliteration A: paroikía Transliteration B: paroikia Transliteration C: paroikia Beta Code: paroiki/a

English (LSJ)

ἡ, (

   A πάροικος 11) sojourning in a foreign land, LXX Wi.19.10, Act.Ap. 13.17; οἱ ἐν τῇ π., = οἱ ἐκτός, LXX Si.Prol.

German (Pape)

[Seite 525] ἡ, das Wohnen eines Fremden in einem Orte ohne Bürgerrecht, erst Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παροικία: ἡ, (πάροικος ΙΙ) τὸ παροικεῖν ἐν ξένῃ χώρᾳ, Ἑβδ. (Σοφία Σολομ. ΙΘ΄, 10), Πράξ. Ἀποστ. ιγ΄, 17· οἱ ἐν τῇ παρ. = οἱ ἐκτός, Ἑβδ. (Σειρὰχ ἐν τῷ προλόγῳ). ΙΙ. Ἐκκλησιαστ., παροικίαι εἶναι «αἱ παροικοῦσαι ἑκάστας τὰς πόλεις ἐκκλησίαι» Σύνοδος Ἀγκύρ. Κανὼν 18· οὕτω «παροικία Ἀντιοχείας» = ἐκκλησία Ἀντιοχείας, Εὐσεβ. Ἐκκλ. Ἱστ. 8. 13· ἐκκλησιαστικὴ διοίκησις, αὐτόθι 3. 28· ὡσαύτως ἐν τῷ ἐφθαρμένῳ Λατ. τύπῳ parochia (Ἀγγλ. a parish), ἐνορία, αὐτόθι 1. 1, κτλ.· ἴδε Δουκάγγ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
séjour ou établissement en pays étranger.
Étymologie: πάροικος.

English (Strong)

from πάροικος; foreign residence: sojourning, X as strangers.

English (Thayer)

παροικίας, ἡ (παροικέω, which see), a Biblical and ecclesiastical word a dwelling near or with one; hence, a sojourning, dwelling in a strange land: properly, Sirach 21; cf. Fritzsche on παρεπίδημος (and references under παροικέω).

Greek Monolingual

ή, ΝΜΑ πάροικος
νεοελλ.
σύνολο, κοινότητα ομοεθνών που κατοικούν σε μια ξένη πόλη ή χώρα («η ελληνική παροικία του Λονδίνου»)
μσν.
1. η Εκκλησία, η πρώτη χριστιανική κοινότητα σε μια πόληπαροικία Αντιοχείας», Ευσ.)
2. η εκκλησιαστική διοίκηση
3. η ενορία
αρχ.
η διαμονή σε ξένη χώρα και, ιδιαίτερα, το να κατοικεί κανείς σε ξένη χώρα ως πάροικος χωρίς πολιτικά δικαιώματα.

Greek Monotonic

παροικία: ἡ (πάροικος II), διαμονή σε ξένη χώρα, σε Καινή Διαθήκη

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παροικία -ας, ἡ [πάροικος] verblijf in den vreemde.

Russian (Dvoretsky)

παροικία: ἡ пребывание на чужбине NT.

Middle Liddell

παροικία, ἡ, πάροικος II]
a sojourning in a foreign land, NTest.

Chinese

原文音譯:paroik⋯a 爬而-哀企阿

詞類次數:名詞(2)

原文字根:在旁-家(著) 相當於: (גּוּר‎)

字義溯源:僑居,投宿,寄居;源自(πάροικος)=寄居的);由(παρά)*=旁,出於)與(οἶκος)*=住處)組成

出現次數:總共(2);徒(1);彼前(1)

譯字彙編

1) 寄居(2) 徒13:17; 彼前1:17