συμβατικός
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
English (LSJ)
ή, όν, (
A συμβαίνω 11) tending or leading to agreement, disposed thereto, λόγοι Th.6.103; οὐδὲν πράξαντες ξ. having effected nothing towards an agreement, Id.8.91, cf. 71. Adv., -κῶς ἔχειν to be disposed for agreement, Plu.Flam.5, etc. 2 convenient, ἔφοδοι Ptol.Tetr. 117.
German (Pape)
[Seite 978] ή, όν, zur Uebereinkunft, Vereinigung, Versöhnung gehörig, dazu führend, λόγοι, Thuc. 6, 103; οὐδὲν ξυμβατικὸν ἀπεκρίνατο, 8, 71. 91; vgl. Plut. Aem. P. 6 Camill. 28; διάθεσις, Pol. 17, 9, 4; συμβατικῶς ἔχειν, Plut. Flamin. 5.
Greek (Liddell-Scott)
συμβᾰτικός: -ή, -όν, (συμβαίνω ΙΙ) ὁ τείνων ἢ ἄγων εἰς συμφωνίαν, συμβιβαστικός, συμβ. λόγοι Θουκ. 6. 103· οὐδὲν πράξαντες ξυμβατικόν, οὐδὲν πράξαντες τεῖνον πρὸς συμφιλίωσιν, πρὸς συμβιβασμόν, ὁ αὐτ. 8. 91, πρβλ. 71. ― Ἐπίρρ. συμβατικῶς ἔχω, εἶμαι διατεθειμένος εἰς συμβιβασμόν, Πλουτ. Φλαμιν. 5, κτλ. ΙΙ. (συμβαίνω ΙΙΙ) Ἐπίρρ. -κῶς, κατὰ τύχην, Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 248C.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
conciliant.
Étymologie: συμβαίνω.
Greek Monolingual
-ή, -ό / συμβατικός, -ή, -όν, ΝΜΑ συμβατός
νεοελλ.
1. αυτός που έχει καθοριστεί με σύμβαση («συμβατικός τόκος»)
2. ο κατά συνθήκην, αυτός που είναι σύμφωνος με τα κοινωνικά πρότυπα, χωρίς βαθύτερο και ουσιαστικό περιεχόμενο, τυπικός (α. «συμβατική σχέση» β. «συμβατικός γάμος»)
3. φρ. α) «συμβατικές υποχρεώσεις» — οι υποχρεώσεις που απορρέουν από συγκεκριμένη σύμβαση
β) «συμβατική υπαναχώρηση» — το δικαίωμα της υπαναχώρησης που επιφυλάσσει για τον εαυτό του ένας ή και όλοι όσοι έχουν συμβληθεί σε σύμβαση
γ) «Συμβατική Συνέλευση» — η Συνέλευση που εγκαθίδρυσε την Α' Γαλλική Δημοκρατία και κυβέρνησε από τις 21/9/1792 ώς τις 26/10/1795
δ) «συμβατικό δίκαιο»
διεθν. δίκ. το σύνολο τών κανόνων νομικής ισχύος που προσδιορίζουν τις σχέσεις τών υποκείμενων στο διεθνές δίκαιο κρατών ή οργανισμών ως συνέπεια τών διμερών και πολυμερών συμβάσεων που έχουν κάνει
ε) «συμβατικά όπλα»
στρ. βλ. όπλο
στ) «συμβατικοί δασμοί»
διεθν. δίκ. οι δασμοί εξωτερικού εμπορίου που, βάσει έγγραφων συμφωνιών ισχύουν μεταξύ τών συμβεβλημένων κρατών
μσν.
τυχαίος, απρόοπτος
αρχ.
1. αυτός που τείνει ή οδηγεί σε συμφωνία, συμβιβαστικός
2. πρόσφορος, κατάλληλος.
επίρρ...
συμβατικώς / συμβατικῶς ΝΜΑ, και συμβατικά Ν
νεοελλ.
1. κατά τρόπο συμβατικό, σύμφωνα με την καθορισμένη συμφωνία
2. κατά σύμβαση, σύμφωνα με τα καθιερωμένα, σύμφωνα με τα κοινωνικά πρότυπα
μσν.-αρχ.
τυχαία, απρόοπτα
αρχ.
1. συμβιβαστικά, με τάση ή διάθεση για συμβιβασμό
2. με φιλική διάθεση, με ευμένεια.
Greek Monotonic
συμβᾰτικός: -ή, -όν (συμβαίνω II), αυτός που τείνει σε συμφωνία, συμβιβαστικός, συμφιλιωτικός, ειρηνευτικός, ξυμβατικοὶ λόγοι, σε Θουκ.· οὐδὲν πράξαντες ξυμβατικον, χωρίς να έχουν κάνει κάτι που να τείνει σε συμφωνία, στον ίδ.· επίρρ. -κῶς ἔχειν, ρέπω σε συμβιβασμό, είμαι διατεθειμένος να συμβιβαστώ, να συνδιαλλαγώ, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
συμβᾰτικός: Thuc., Polyb., Plut. = συμβατήριος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμβατικός -ή -όν, Att. ook ξυμβατικός [συμβαίνω] tot een overeenkomst leidend, verzoenend:; οὐδὲν πράξαντες ξυμβατικόν zonder iets gedaan te hebben wat tot een overeenkomst kan leiden Thuc. 8.91.1; adv.. συμβατικῶς ἔχειν tot een overeenkomst geneigd zijn.
Middle Liddell
συμβᾰτικός, ή, όν συμβαίνω II]
tending to agreement, conciliatory, ξυμβ. λόγοι Thuc.; οὐδὲν πράξαντες ξυμβατικόν having effected nothing towards an agreement, Thuc.:—adv., -κῶς ἔχειν to be inclined to agreement, Plut.