παρουσιάζω

From LSJ
Revision as of 15:15, 2 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bld">A</span> [[to be" to "<span class="bld">A</span> to [[be")
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρουσιάζω Medium diacritics: παρουσιάζω Low diacritics: παρουσιάζω Capitals: ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΩ
Transliteration A: parousiázō Transliteration B: parousiazō Transliteration C: parousiazo Beta Code: parousia/zw

English (LSJ)

   A to be present, Anon.in EN438.6.

German (Pape)

[Seite 528] gegenwärtig sein, auch ankommen, K. S.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
παρουσία
νεοελλ.
1. επιδεικνύω, προσάγω ενώπιον κάποιου («παρουσίασα τα συμβόλαια»)
2. εμφανίζω, κάνω φανερό κάτι (α. «η κατάσταση του ασθενούς παρουσιάζει βελτίωση» β. «ο τιμάριθμος παρουσιάζει συνεχή άνοδο»)
3. οδηγώ κάποιον σε άλλον ανώτερό του και τον συνιστώ, τον συστήνω με τυπικότητα («μέ παρουσίασε στον στρατηγό)
4. εισάγω σε κάτι, προϊδεάζω για κάτι (α. «ο συγγραφέας παρουσίασε το τελευταίο βιβλίο του»)
5. (σχετικά με θεατρικό έργο ή άλλο καλλιτεχν. πρόγραμμα) ερμηνεύω, παίζω
6. (σχετικά με τηλεοπτική εκπομπή) μεταδίδω, εκφωνώ
7. μέσ. παρουσιάζομαι
α) εμφανίζομαι προσωπικά και συσταίνομαι σε υπηρεσιακώς ανώτερο μου, προϊστάμενο, αξιωματούχο («παρουσιάστηκα στον διοικητή»)
β) αναφύομαι, προκύπτω («παρουσιάστηκαν τεχνικές δυσκολίες»)
γ) φαίνομαι («η πολιτική κατάσταση παρουσιάζεται οξυμένη»
8. φρ. «παρουσιάζω όπλα» — αποδίδω στρατιωτικές τιμές σε στάση προσοχής κρατώντας το όπλο κατακόρυφα, με το αριστερό χέρι στο ύψος της μέσης και ακουμπώντας τη δεξιά παλάμη στο κοντάκι στο ύψος του στήθους
μσν.-αρχ.
είμαι παρών, παρευρίσκομαι
αρχ.
πλησιάζω (πρὸς τὸν ἄρχοντα ἐπαρουσίασε», Γρηγ. Ναζ.).