εὐσύμβολος

From LSJ
Revision as of 15:05, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valoreven at the risk of death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐσύμβολος Medium diacritics: εὐσύμβολος Low diacritics: ευσύμβολος Capitals: ΕΥΣΥΜΒΟΛΟΣ
Transliteration A: eusýmbolos Transliteration B: eusymbolos Transliteration C: efsymvolos Beta Code: eu)su/mbolos

English (LSJ)

old Att. εὐξ-, ον,

   A easy to divine or understand, εὐξ. τόδ' ἐστὶ παντὶ δοξάσαι A.Ch.170, cf. D.C.40.17.    II easy to deal with, honest, upright, X.Mem.2.6.5; εὐξ. δίκαι suits which afford easy arbitration, A.Supp.701 (lyr.). Adv.εὐξυμβόλως Poll.5.139.    2 readily contributing one's συμβολή, Antipho Soph.74.    III affording a good omen, auspicious, πρός τι Plu.Demetr.12, cf. Ael.NA3.9, Hld.9.25. Adv. -λως Sch.Pi.I.6(5).67.

Greek (Liddell-Scott)

εὐσύμβολος: ἀρχ. Ἀττ. εὐξύμβολος, ον, εὐκόλως μαντευόμενος ἢ κατανοούμενος (πρβλ. συμβάλλω ΙΙΙ. 2), εὐξ. τόδ’ ἐστὶ παντὶ δοξάσαι Αἰσχύλ. Χο. 170, πρβλ. Δίωνα Κ. 40. 17. ΙΙ. μεθ’ οὗ εὐκόλως τις συμβάλλεται, ἔρχεται εἰς δοσοληψίας, τίμιος, ἀκέραιος, Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 5· προάγων τὸ ἐμπόριον, εὐξ. δίκαι Αἰσχύλ. Ἱκ. 701. 2) εὐκόλως συνεισφέρων τὴν συμβολὴν αὑτοῦ, «εὐσύμβολος: ἀντὶ τοῦ ῥᾳδίως καὶ εὖ συμβάλλων, τουτέστιν ἀγαθὸς συμβάλλειν, Ἀντιφῶν Πολιτικῷ» Ἁρποκρ. ΙΙΙ. εὐοίωνος, Πλουτ. Δημήτρ. 12, Αἰλ. π. Ζ. 3. 9. - Ἐπίρρ. -λως, μνημονεύεται ἐκ τῶν εἰς Πίνδ. Σχολίων.

French (Bailly abrégé)

anc. att. εὐξύμβολος;
ος, ον :
I. facile à rassembler, d’où
1 facile à conjecturer, d’une signification claire;
2 d’un commerce facile, abordable ; droit, honnête, loyal;
II. de bon augure.
Étymologie: εὖ, συμβάλλω.

Greek Monolingual

εὐσύμβολος και εὐξύμβολος, -ον (Α)
1. αυτός που μαντεύεται ή εξηγείται εύκολα («εὐξύμβολον τόδ' ἐστὶ παντὶ δοξάσαι», Αισχύλ.)
2. εκείνος που προμηνύει κάτι καλό, ο ευοίωνος, ο αίσιος
3. έντιμος στις συναλλαγές
4. αυτός με τον οποίο μπορεί κάποιος να έλθει σε συμβιβασμό εύκολα ανάλογα με τις συνθήκες («εὐξύμβολοι δίκαι» — δίκες στις οποίες παρέχεται εύκολη διαιτησία, Αισχύλ.)
5. αυτός που συνεισφέρει τη συμβολή του εύκολα.
επίρρ...
εὐσυμβόλως (Α)
με τρόπο ευοίωνο, αίσια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σύμ-βολον (< συμ-βάλλω)].

Greek Monotonic

εὐσύμβολος: αρχ. Αττ. εὐ-ξύμβ-, -ον,
I. αυτός που εύκολα μαντεύεται ή γίνεται αντιληπτός (πρβλ. συμβάλλω III), σε Αισχύλ.
II. εύκολος στις συναλλαγές, τίμιος, ακέραιος, σε Ξεν.
III. (σύμβολον), αυτός που παρέχει καλό οιωνό, ευοίωνος, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

εὐσύμβολος: староатт. εὐξύμβολος 2
1) легко разгадываемый, ясный: εὐξύμβολον τόδ᾽ ἐστί Aesch. это легко разгадать;
2) сговорчивый (ξένοισι Aesch.; εὔορκος καὶ εὐ. Xen.);
3) предвещающий доброе (πρὸς, στρατείαν Plut.).

Middle Liddell


I. easy to divine or understand (cf. συμβάλλω III), Aesch.
II. easy to deal with, honest, upright, Xen.
III. (σύμβολον) affording a good omen, auspicious, Plut.

English (Woodhouse)

intelligible, easy to conjecture, easy to divine, easy to guess, easy to understand

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)