κιθαρῳδός

From LSJ
Revision as of 18:44, 26 November 2020 by Spiros (talk | contribs)

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῐθᾰρῳδός Medium diacritics: κιθαρῳδός Low diacritics: κιθαρωδός Capitals: ΚΙΘΑΡΩΔΟΣ
Transliteration A: kitharōidós Transliteration B: kitharōdos Transliteration C: kitharodos Beta Code: kiqarw|do/s

English (LSJ)

ὁ, (κιθάρα, ἀοιδός)

   A citharode, one who plays and sings to the cithara, Hdt.1.23, IG12.547, Pherecr.6.1, Phld.Mus.p.28K., etc.: as fem., κ. γυνή Alciphr.3.33.    II a fish, found in the Red Sea, with body striped like the strings of a lyre, Ael.NA11.23.

German (Pape)

[Seite 1437] ὁ, = κιθαραοιδός, der die Cither spielt u. dazu singt, unterschieden von κιθαριστής, vgl. Ammon., Plat. Conv. 179 d; Diphil. bei Ath. VI, 247 c, auch ἡ κιθαρῳδὸς γυνή, Alciphr. 3, 33. – Ein Fisch, Ael. H. A. 11, 23.

Greek (Liddell-Scott)

κῐθᾰρῳδός: ὁ, (κιθάρα, ἀοιδὸς) ὁ κρούων τὴν κιθάραν καὶ ᾄδων συγχρόνως, Ἡρόδ. 1. 23, Πλάτ., κτλ.· πρβλ. κιθαριστής, κιθαραοιδός. ΙΙ. εἶδος ἰχθύος ἐν τῇ Ἐρυθρᾷ θαλάσσῃ εὑρισκόμενος, Αἰλ. π. Ζ. 11. 23.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 joueur de cithare;
2 sorte de poisson.
Étymologie: κιθαραοιδός.

English (Strong)

from κιθάρα and a derivative of the same as ᾠδή; a lyre-singer(-player), i.e. harpist: harper.

English (Thayer)

κιθαρωδου, ὁ (κιθάρα (which see), and ᾠδός, contracted from ἀοιδός, a singer), a harper, one who plays on the harp and accompanies it with his voice: Herodotus, Plato, others), Diphilus (300 B.C.>) in Athen. 6, p. 247d.; Plutarch, mor. 166a.; Aelian v. h. 4,2; superlative (extended form) κιθαραοιδοτατος, Aristophanes vesp. 1278. Varro de r. r. 2,1, 3 non omnes, qui habent citharam, sunt citharoedi.)

Greek Monolingual

ό, ἡ (Α κιθαρωδός, ὁ, ἡ, ποιητ. τ. κιθαραοιδός, θηλ. και κιθαρωδίστρια)
αυτός που παίζει κιθάρα και ταυτοχρόνως τραγουδά («ὡς κιθαρῳδῶν κιθαριζόντων ἐν ταῑς κιθάραις αὐτῶν», ΚΔ)
αρχ.
είδος ψαριού της Ερυθράς Θάλασσας, κίθαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κιθάρα + -ῳδός (< ωδή), πρβλ. λυρ-ωδός, χορ-ωδός].

Greek Monotonic

κῐθᾰρῳδός: ὁ (κιθάρα, ἀοιδός), κάποιος που παίζει και ταυτόχρονα τραγουδάει με την κιθάρα, αρπιστής, σε Ηρόδ., Πλάτ κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

κῐθᾰρῳδός: ὁ кифарод или кифаред, поющий под звуки кифары Plat., NT.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κιθαρῳδός -οῦ, ὁ [κιθάρα, ἀοιδός] zanger en citerspeler.

Middle Liddell

κῐθᾰρ-ῳδός, οῦ, κιθάρα, ἀοιδός
one who plays and sings to the cithara, a harper, Hdt., Plat., etc.

Chinese

原文音譯:kiqarwdÒj 企他而-哦多士
詞類次數:名詞(2)
原文字根:豎琴-唱(者)
字義溯源:豎琴-歌手,豎琴師,彈豎琴者,彈七絃琴者,彈琴;由(κιθάρα)*=豎琴)與(ᾠδή)=詩歌)組成;而 (ᾠδή)出自(ᾄδω)*=唱)。參讀 (κιθάρα)同義字
出現次數:總共(2);啓(2)
譯字彙編
1) 彈琴的(2) 啓14:2; 啓18:22

English (Woodhouse)

female harper

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)