ἀνεπίξεστος
ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death
English (LSJ)
ον, A not polished, not finished, δόμος Hes.Op.746, Them.Or.26.388b.
German (Pape)
[Seite 225] nicht überglättet, unvollendet, δόμος Hes. O. 744, Schol. ἀτελης καὶ ακόσμητος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεπίξεστος: -ον, ὁ μὴ ἐπιξεσθείς, ἀκόσμητος, ἀτελής, μηδὲ δόμον ποιῶν ἀνεπίξεστον καταλείπειν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 746, Θεμίστ. 338Β. Ὁ Göttling παρατηρῶν ὅτι ἐν Ἡσυχ. εὐθὺς κατωτέρω ὑπάρχει ἡ φράσις χυτροπόδων ἀνεπιρρέκτων, ὑποπτεύει μήπως τὰ δύο ἐπίθετα μετετοπίσθησαν, καὶ ὡς ἐκ τούτου ἐν στίχ. 746 ἀνάγκη ν’ ἀναγνώσωμεν δόμον ἀνεπίρρεκτον, μὴ καθιερωθεῖσαν οἰκίαν, καὶ ἐν 746 χυτροπόδων ἀνεπιξέστων, μὴ ἐπεξεσμένων χυτρῶν· ἀλλ’ οὐδεμία ἀνάγκη τοιαύτης μεταθέσεως ὑπάρχει.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 non poli;
2 p. ext. non achevé.
Étymologie: ἀ, ἐπιξέω.
Spanish (DGE)
-ον
no pulido, no acabado, δόμος Hes.Op.746, ἀνδρών Them.Or.26.322b.
Greek Monolingual
ἀνεπίξεστος, -ον (AM)
(για οικοδόμημα)
ο αδιακόσμητος, ο μισοτελειωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + επιξέω «ξέω την επιφάνεια, διακοσμώ»].
Greek Monotonic
ἀνεπίξεστος: -ον (ἐπί, ξέω), μη γυαλισμένος (αγυάλιστος) ή ακόσμητος, ατελής, σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνεπίξεστος: досл. не обтесанный, перен. незаконченный (δόμος Hes.).