ἐπαλλαγή

From LSJ
Revision as of 19:10, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε → punish not only those who do wrong, but those who intend to do so

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπαλλᾰγή Medium diacritics: ἐπαλλαγή Low diacritics: επαλλαγή Capitals: ΕΠΑΛΛΑΓΗ
Transliteration A: epallagḗ Transliteration B: epallagē Transliteration C: epallagi Beta Code: e)pallagh/

English (LSJ)

ἡ,    A = ἐπάλλαξις, γάμων ἐπαλλαγή, = ἐπιγαμία, Hdt.1.74; τὰς ἐ. τῶν σωμάτων their fitting into one another, Democr. ap. Arist.Fr. 208; crossing, νεύρων Aret.SD1.7.    II premium on exchange of currency, PCair.Zen.22.2 (iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 898] ἡ, Verbindung, γάμων, = ἐπιγαμία, Her. 1, 74; im plur., D. Hal. 10, 60.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαλλαγή: ἡ = ἐπάλλαξις, γάμων ἐπαλλαγὴν ποιεῖν Ἡρόδ. 1. 74 (ὅμοιον τῷ ἐπιγαμίας ποιεῖσθαι ἐν 2. 147· πρβλ. Διον. Ἁλ. 10. 60)· ἐφαρμογή, συναρμογὴ πράγματός τινος πρὸς ἕτερον, τὰς ἐπαλλαγάς... τῶν σωμάτων Ἀριστ. Ἀποσπ. 202.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
échange ; union, mariage.
Étymologie: ἐπαλλάσσω.

Greek Monolingual

ἐπαλλαγή, η (Α)
νεοελλ.
1. διαδοχική και γρήγορη αλλαγή, εναλλαγή
2. η μετάβαση από μια κατάσταση σε άλλη
3. γραμμ. το συντακτικό σχήμα της έλξεως, αλλιώς σύζευξη
αρχ.
1. συναρμογή ενός πράγματος μέσα σε άλλο
2. «γάμων ἐπαλλαγή» — η επιγαμία, ο σύνδεσμος (οικογενειών κ.λπ.) με τον γάμο, η επιμιξία
3. (για τα νεύρα) διασταύρωση
4. δώρο για την ανταλλαγή νομίσματος πάπ..

Greek Monotonic

ἐπαλλᾰγή: ἡ (ἐπαλλάσσω), ανταλλαγή, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπαλλᾰγή: ἡ (взаимный) обмен: ἐ. γάμων Her. бракосочетание; αἱ ἐπαλλαγαὶ τῶν σωμάτων Democr. ap. Arst. взаимные перемещения атомов.

Middle Liddell

ἐπαλλᾰγή, ἡ, ἐπαλλάσσω
an interchange, Hdt.