κεραυνόω
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
English (LSJ)
A strike with thunderbolts, Hdt.7.10.έ, Pl.Smp.190c, Phld.Piet.131:—Pass., κεραυνωθείς Hes.Th.859, Pi.N.10.8, cf. Pl.R. 408c, etc. II metaph., = καταδικάζω, Artem.2.9 (Pass.).
German (Pape)
[Seite 1423] mit dem Donnerkeile treffen, erschlagen; γᾶ κεραυνωθεῖσα Διὸς βέλεσι Pind. N. 10, 8; Hes. Th. 859; τὰ ὑπερέχοντα ζῷα κεραυνοῖ ὁ θεός Her. 7, 10, 5; τοὺς γίγαντας Plat. Conv. 190 c; Folgde. Nach Artemid. 2, 8 sagte man im gew. Leben κεραυνοῦσθαι von den gerichtlich Verurtheilten.
Greek (Liddell-Scott)
κεραυνόω: πλήττω διὰ κεραυνοῦ, Ἡρόδ. 7. 10, 5, Πλάτ. Συμπ. 190C. ― Παθ., κεραυνωθεὶς Ἡσ. Θ. 859, Πινδ. Ν. 10. 15, Πλάτ., κτλ. II. μεταφορ., =καταδικάζω, Ἀρτεμίδ. 2. 8.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
ao. ἐκεραύνωσα;
frapper de la foudre, foudroyer, acc..
Étymologie: κεραυνός.
English (Slater)
κεραυνόω
1 blast with lightning γαῖα δ' ἐν Θήβαις ὑπέδεκτο κεραυνωθεῖσα Διὸς βέλεσιν μάντιν Οἰκλείδαν (N. 10.8)
Greek Monotonic
κεραυνόω: μέλ. -ώσω, πλήττω με κεραυνούς, σε Ηρόδ. — Παθ., κεραυνωθείς, σε Ησίοδ., Πλάτ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
κεραυνόω: (тж. κ. βέλεσι Pind.) поражать молнией (τινα Her., Plat.; κεραυνωθείς Φαέθων Arst. и Ἴναχος Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κεραυνόω [κεραυνός] met de bliksem treffen:. ὁρᾳς τὰ ὑπερέχοντα ζῷα ὡς κεραυνοῖ ὁ θεός je ziet hoe de godheid de grootste dieren treft met zijn bliksem Hdt. 7.10; κεραυνωθεὶς ὁ ἄναξ de vorst die door de bliksem is getroffen (Typhoeus) Hes. Th. 859.
Middle Liddell
κεραυνόω, fut. -ώσω
to strike with thunderbolts, Hdt.:— Pass., κεραυνωθείς Hes., Plat., etc.