πολύαινος

From LSJ
Revision as of 09:35, 23 May 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "epith." to "epithet")

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠαινος Medium diacritics: πολύαινος Low diacritics: πολύαινος Capitals: ΠΟΛΥΑΙΝΟΣ
Transliteration A: polýainos Transliteration B: polyainos Transliteration C: polyainos Beta Code: polu/ainos

English (LSJ)

ον, (αἰνέω) A much-praised, Homeric epithet of Odysseus, Il.9.673, 10.544, 11.430, Od.12.184; but expld. alternatively by Hsch. as = πολύμυθος (cf. αἰνέω 1, αἶνος 1).

German (Pape)

[Seite 659] vielgelobt, lobens-, preiswürdig; bei Hom. viermal, als Prädicat des Odysseus, Il. 9, 673. 10, 544. 11, 430 Od. 12, 184; Buttm. Lexil. II p. 114 erklärt es mit einigen Alten = reich an sinnvollen, klug ersonnenen Reden (vgl. αἶνος). – So auch Xen. Mem. 2, 6, 11.

Greek (Liddell-Scott)

πολύαινος: -ον, (αἰνέω) ὁ πολὺ ἐπαινούμενος, ὑμνούμενος, Ὁμηρικὸν ἐπίθ. τοῦ Ὀδυσσέως, Ἰλ. Ι. 673, Κ. 544, Λ. 430, Ὀδ. Μ. 184. ― Ἀλλ᾿ ὁ Buttm. ἐν Λεξιλ. ἐν λ. αἶνος 2, ἀποδέχεται τὴν δευτέραν σημασίαν τὴν παρ’ Ἡσυχίῳ, δηλ. πολύμυθος, οὐχὶ μὲ τὴν σημασίαν ὁ πολλὰ ὁμιλῶν (ὅπερ θὰ ἥρμοζε μᾶλλον εἰς τὸν Νέστορα), ἀλλὰ ὁ πλήρης σοφίας καὶ πολυμαθείας λόγους ἐκφέρων (πρβλ. αἰνέω Ι, αἶνος Ι).

French (Bailly abrégé)

η, ον :
digne de grands éloges, célèbre ; selon d’autres riche en bons conseils.
Étymologie: πολύς, αἰνέω.

English (Autenrieth)

(αἰνέω): much-praised, illustrious, epithet of Odysseus.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που υμνείται πολύ
2. αυτός που εκφέρει λόγους γεμάτους σοφία και ενδεικτικούς πολυμάθειας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -αινος (< αἶνος «μύθος, διήγηση, έπαινος»), πρβλ. έπ-αινος, σύν-αινος].

Greek Monotonic

πολύαινος: -ον (αἰνέω), αυτός που επαινείται πολύ ή που είναι γεμάτος από σοφία, λόγο και γνώση, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

πολύαινος: прославленный, по по друг. богатый мудрыми речами (Ὀδυσσεύς Hom.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύαινος -ον [~ πολυαίνετος] veel geprezen.

Middle Liddell

πολύ-αινος, ον, αἰνέω
much-praised, or full of wise speech and lore, Hom., Eur.