plain
Λύπη παροῦσα πάντοτ' ἐστὶν ἡ γυνή → Mulier perenne pignus aegrimoniae est → Ein gegenwärtig Leid ist stets das Eheweib
English > Greek (Woodhouse)
adjective
level, flat: P. ὁμαλός, ἐπίπεδος, V. λευρός.
simple: P. and V. ἁπλοῦς. P. εἰλικρινής.
candid: P. and V. ἁπλοῦς; see plain-spoken.
in plain speech: P. and V. ἁπλῶς. V. ὡς ἁπλῷ λόγῳ.
not beautiful, ugly: P. and V. αἰσχρός, P. μοχθηρός, V. δύσμορφος.
without embroidery (of stuffs): P. λεῖος (Thuc. 2. 97).
easy to understand: P. and V. εὐμαθής (Xen.), σαφής, V. συνετός, εὐσύμβολος, εὐσύμβλητος, εὔσημος.
clear: P. and V. δῆλος, ἔνδηλος, σαφής, ἐναργής, λαμπρός, φανερός, διαφανής, ἐκφανής, ἐμφανής, περιφανής, Ar. and P. εὔδηλος, κατάδηλος, P. ἐπιφανής, καταφανής, V. σαφηνής, τορός, τρανής, Ar. ἐπίδηλος.
make plain, v.: P. and V. σαφηνίζειν (Xen.), διασαφεῖν (Plato), V. ὀμματοῦν, ἐξομματοῦν, ἐκσημαίνειν; see show, explain.
substantive
P. and V. πεδίον, τό, V. πλάξ, ἡ.
of the plain, adj.: P. and V. πεδιάς (Plato but rare P.), P. πεδιεινός.