καλάθι

From LSJ
Revision as of 10:15, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455

Greek Monolingual

το (Μ καλάθι)
σκεύος πλεγμένο από κλαδιά λυγαριάς ή ιτιάς ή από καλάμι, το οποίο χρησιμοποιείται για την τοποθέτηση και τη μεταφορά διαφόρων προϊόντων ή αντικειμένων
νεοελλ.
1. (μεταλργ.) δοχείο από πλεκτά ελάσματα που χρησιμοποιείται για την ανέλκυση και τη μεταφορά μεταλλεύματος
2. αλιευτικό εργαλείο, κν. κιούρτος
3. (στη σαγματοποιία) σύστημα από δύο κοφίνια ή κόφες που κρέμονται στα πλευρά του ζώου και χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά φορτίων
4. (αθλ.) (στο μπάσκετ) α) στόχος του αγωνιστικού παιχνιδιού, ο οποίος αποτελείται από δίχτυ κωνικού σχήματος από άσπρο κορδόνι, ανοιχτό στο πάνω και κάτω μέρος και στερεωμένο στην περιφέρεια μεταλλικής στεφάνης η οποία βρίσκεται σε ορισμένο ύψος από το έδαφος
β) (κατ' επέκτ.) η εύστοχη βολή της μπάλας μέσα στο δίχτυ της αντίπαλης ομάδας
5) παροιμ. α) «στο καλάθι δεν χωρεί, στο κοφίνι περισσεύει» — γι' αυτόν που δεν ικανοποιείται εύκολα, που είναι δύστροπος
β) «όπου ακούς πολλά κεράσια κράτα και μικρό καλάθι» — όταν ακούς μεγάλα λόγια ή σπουδαία κατορθώματα μην πιστεύεις ότι ανταποκρίνονται όλα στην πραγματικότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. καλάθι < καλάθ-ιον (υποκορ. του κάλαθος) χωρίς όμως να έχει σήμερα υποκορ. σημ. Η λ. ως όρος της καλαθοσφαιρίσεως (μπάσκετ) αποτελεί σημασιολογική απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. basket].