κύδος
Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit
English (LSJ)
ὁ, A reproach, abuse, Sch.S.Aj.722, Sch.A.R.1.1337.
Greek Monolingual
(I)
κύδος, ὁ (Α)
ονειδισμός, βρισιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για υποχωρητ. σχηματισμό από το κυδάζομαι].
(II)
κῡδος, τὸ (Α)
1. δόξα, φήμη, ιδίως αυτή που αποκτά κάποιος στον πόλεμο («ὡς γὰρ θεὸς ναῶν ἔδωκε κῡδος Ἕλλησιν μάχης», Αισχύλ.)
2. ως τιμητική προσφώνηση σε ήρωες («ὦ πολύαιν' Ὀδυσεῡ, μέγα κῡδος 'Αχαιῶν», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα qud- της ΙΕ ρίζας qeu-d-, παρεκτεταμένης (με οδοντικό -d-) μορφής της αρχικής ρίζας qeu- «προσέχω, παρατηρώ» και συνδέεται με αρχ. σλαβ. čudo «θαύμα», čuditise «θαυμάζω», πιθ. με αρχ. σλαβ. čuti «ακούω, αντιλαμβάνομαι» και λατ. caveo «προφυλάσσομαι». Τη λ. εμφανίζουν στο θέμα τους τα ανθρωπωνύμια Θουκυδίδης (< Θεοκυδίδης), Κυδεύς, Κυδίας, Κυδείδης, ενώ το ίδιο θ. μαρτυρείται στο α' συνθετικό ορισμένων ον. (πρβλ. Κυδικλής, Κυδίστρατος, Κυδοκράτης, Κυδόνικος) και στο β' συνθετικό ορισμένων άλλων (πρβλ. Αγλαοκύδης, Διοκύδης, Επικύδης, Φερεκύδης).
ΠΑΡ. αρχ. κυδάεις, κυδάλιμος, κυδήεις, κύδιμος, κυδιώ, κυδνός, κυδρός
αρχ.-μσν.
κυδαίνω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. κυδιάνειρα, κυδόσκοπος
μσν.
κυδοφόρος. (Β' συνθετικό) αρχ. έγκυδος, επικυδής, ερικυδής, θεοκυδής, μεγακυδής, περικυδής, υποκυδής, φερεκυδής, φιλοκυδής.