κλῖμαξ
ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...
English (LSJ)
ᾰκος, ἡ, (κλίνω) A ladder (because of its leaning aslant), SIG 1169.92 (Epid.); scaling-ladder, Th.3.23, X.HG7.2.7, etc.; κλίμακος προσαμβάσεις A.Th.466,cf.E.Ph.489; κλιμάκων ὀρθοστάτας προσβαλών Id.Supp.497; προσθεῖναι Th.l.c.; boarding-ladder, gangway, E.IT 1351, 1382, Theoc.22.30; κλίμακες σκύτιναι, κλίμακες στύππιναι, Ph.Bel.102.13, 16. 2 staircase, Od.1.330, 10.558,al., IG22.463.46; κλίμακες ξύλιναι ib. 1668.84; κλῖμαξ ἑλικτή winding stair, Callix.1. II frame with crossbars, on which persons to be tortured were tied, Ar.Ra.618, Com.Adesp.422. 2 ladder used in reducing dislocations, Hp.Art.42; κλῖμαξ ἰσχυροὺς ἔχουσα κλιμακτῆρας ib.78. III wrestler's trick, ἀμφίπλεκτοι κλίμακες S.Tr.521 (lyr.), cf. Hsch. s.v. ἐκ κλίμακος. IV in Rhet., climax, Demetr.Eloc.270, Quint.9.3.54, Longin.23.1 (pl.). V part of a chariot, narrowing like steps, Poll.1.253. VI in plural, κλίμακες = handrails on either side of a bridge, Arr.An.5.7.5.
German (Pape)
[Seite 1453] ακος, ἡ, 1) die Leiter, Treppe, die schräg angelehnt wird (κλίνω), um in die oberen Gemächer des Hauses zu gelangen; ὑψηλή Od. 21, 5, vgl. 1, 330. 10, 558; κλίμακος προσαμβάσεις στείχει, von der Sturmleiter, Aesch. Spt. 448, wie πηκτῶν κλιμάκων προσαμβάσεις Eur. Phoen. 492; κατὰ τὰς ἐπὶ τὸ τεῖχος φερούσας κλίμακας Xen. Hell. 7, 2, 7; κλῖμαξ ἐπικαρσίαις σανίσι καθηλωμένη Pol. 1, 22, 5. Auch die Schiffsleiter, ἀποβάθρα, Eur. I. T. 1351; κλῖμαξ ἑλικτή, Wendeltreppe; στυππίνη, Strickleiter, Mathem. – 2) Ein leiterähnliches Folterinstrument, Ar. Ran. 618. – 3) wie κλιμακισμός, ein Kunstgriff beim Ringen, ἦν δ' ἀμφίπλεκτοι κλίμακες Soph. Trach. 518. – 41 ein Stück am Wagengestell, etwa die Wagenleitern, Poll. 1, 253; Arr. An. 7, 5, 11 aber etwas Anderes. – 5) die Todtenbahre, s. κλιμακηφόρος. – 6) bei den Rhetoren die Figur der Steigerung, gradatio, vgl. Cic. de orat. 3, 54, Quint. inst. 9, 3, 54.
French (Bailly abrégé)
ακος (ἡ) :
I. escalier;
II. échelle, particul. :
1 échelle de siège;
2 échelle de navire;
III. croc en jambe.
Étymologie: R. Κλι, v. κλίνω.
English (Autenrieth)
ακος (κλίνω): stair-way, ladder. (Od.)
English (Slater)
κλῖμαξ
1 ladder Θέμιν Μοῖραι ποτὶ κλίμακα σεμνὰν ἆγον Οὐλύμπου λιπαρὰν καθ' ὁδόν fr. 30. 3. πιτνάντες θοὰν κλίμακ' οὐρανὸν ἐς αἰπύν fr. 162.
Greek Monolingual
(I)
κλῖμαξ, -ακος, ἡ (Α)
βλ. κλίμακα.
(II)
η
βιολ. το τελευταίο στάδιο της διαδοχής που μπορεί να επιτευχθεί από μια φυτοκοινωνία σε μια περιοχή κάτω από τις περιβαλλοντικές συνθήκες που επικρατούν επί έναν συγκεκριμένο χρόνο, αλλ. κολοφώνας.
Greek Monotonic
κλῖμαξ: ᾰκος, ἡ (κλίνω),
I. σκάλα (επειδή είναι πλάγια γερμένη), σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· ανεμόσκαλα, πολιορκητική σκάλα, σε Θουκ., Ξεν.· κλίμακος προσαμβάσεις, σε Αισχύλ.· σκάλα πλοίου, σε Ευρ., Θεόκρ.
II. σκελετός με εγκάρσια δοκάρια, πάνω στα οποία δένονταν άνθρωποι για βασανισμό, σε Αριστοφ.
III. στον Σοφ., κλίμακες ἀμφίπλεκτοι, «συμπεπλεγμένες σκάλες», για να εκφράσει την εμπλοκή των μελών των παλαιστών μεταξύ τους.
IV. κλίμακα, δηλ. σταδιακή άνοδος από ασθενέστερες εκφράσεις σε δυνατότερες, Λατ. gradatio, όπως το abiit, evasit, erupit, του Κικ.
Russian (Dvoretsky)
κλῖμαξ: ᾰκος ἡ
1) лестница (ὑψηλή Hom.; κλίμακος προσαμβάσεις Aesch.; κλίμακας προστιθέναι Thuc.): κλίμακες Βραυρώνιαι Eur. терассы (уступы) Браврона (см. Βραυρών);
2) мор. трап Eur.;
3) дыба: ἐν κλίμακι δῆσαί τινα Arph. растянуть на дыбе кого-л.;
4) «лестница» (особый прием борьбы) Soph.;
5) рит. климакс (лат. gradatio, ряд близких по основному смыслу, но возрастающих по силе слов Cic., Quint., напр.: ᾤχωκ᾽, ὄλωλα, διαπεπόρθημαι Soph.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κλῖμαξ -ακος, ἡ [κλίνω] ladder, trap; geneesk. ladder (om ledematen recht te trekken). pijnbank:. ἐν κλίμακι δεῖν op de pijnbank vastbinden Aristoph. Ran. 618. omklemming (bij het worstelen).
Middle Liddell
κλῖμαξ, ακος, κλίνω
I. a ladder or staircase (because of its leaning aslant), Od., etc.:— a scaling-ladder, Thuc., Xen.; κλίμακος προσαμβάσεις Aesch.:— a ship's ladder, Eur., Theocr.
II. a frame with cross-bars, on which persons to be tortured were tied, Ar.
III. in Soph., κλίμακες ἀμφίπλεκτοι intertwining ladders, to express the entanglement of the limbs of wrestlers.
IV. a climax, i. e. a gradual ascent from weaker expressions to stronger, Lat. gradatio, as Cicero's abiit, evasit, erupit.
English (Woodhouse)
gangway, gangway for embarking or disembarking, scaling ladder