ἐργαστικός

From LSJ
Revision as of 16:04, 14 October 2021 by Spiros (talk | contribs)

τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐργᾰστικός Medium diacritics: ἐργαστικός Low diacritics: εργαστικός Capitals: ΕΡΓΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: ergastikós Transliteration B: ergastikos Transliteration C: ergastikos Beta Code: e)rgastiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A able to work, working, industrious, Hp.Prorrh.2.4 (Comp.), Pl.Men. 81e (v.l.), X.Mem.3.1.6; οἱ ἐργαστικοί the working men, Plb.10.16.1 : Comp., Phld.Oec.p.32J. 2 skilled in producing, c. gen, φωνῆς Epicur. Sent.Vat.45 : generally, productive, σωφροσύνης Phld.Mus.p.24K.; ὑγιείας Gp.11.2.6; ἡ ἐργαστική (sc. τέχνη) the art of manufacturing, c. gen., ἐρεοῦ προβλήματος, στήμονος καὶ κρόκης, Pl.Plt.280e, 281a; τὸ τῆς τροφῆς ἐργαστικόν the organ that prepares food, the mouth, Arist.Pol.1290b27. II of a workman, ἱμάτια Lex.Mess. in Rh.Mus.47.412 (nisi ἐργατικός legend.).

German (Pape)

[Seite 1019] arbeitend, arbeitsam, thätig, ἐρεοῦ προβλήματος ἐργαστική, sc. τέχνη, Plat. Polit. 280 e, die Verfertigungskunst; von Menschen, Xen. Mem. 3, 1, 6 u. A.; τῶν ἐργαστικῶν, Handwerker, Pol. 10, 16, 1; compar., Ael. V. H. 10, 14; τὸ τῆς τροφῆς ἐργαστικὸν καὶ δεκτικόν, der die Nahrung erarbeitende Theil, Arist. pol. 4, 4.

Greek (Liddell-Scott)

ἐργαστικός: -ή, -όν, ἱκανὸς πρὸς ἐργασίαν, ἐργατικός, ἐπιμελής, Ἱππ. 86Β, Πλάτ. Μένων 81D, Ξεν. Ἀπομν. 3. 1,6· οἱ ἐργ., οἱ ἐργατικοί, οἱ ἐργάται, Πολύβ. 10. 16, 1, πρβλ. ἐργατικός. 2) ἡ ἐργαστικὴ (δηλ. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ κατασκευάζειν τι, Πλάτ. Πολιτικ. 280Ε, 281Α· τὸ τῆς τροφῆς ἐργαστικόν, τὸ ὄργανον τὸ πρὸς πέψιν τῆς τροφῆς, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 8.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui peut ou qui sait travailler, travailleur, industrieux;
2 qui façonne par le travail.
Étymologie: ἐργάζομαι.

Greek Monolingual

ἐργαστικός, -ή, -όν (AM) εργαστής
μσν.
είδος μηχανής
αρχ.
1. ικανός, κατάλληλος για εργασία, δραστήριος («τὸν στρατηγὸν εἶναι χρή... καὶ μηχανικὸν καὶ ἐργαστικὸν καὶ ἐπιμελῆ», Ξεν.)
2. έμπειρος στην παραγωγή, γόνιμος, δημιουργικός
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. oἱ ἐργαστικοί
οι εργάτες.

Greek Monotonic

ἐργαστικός: -ή, -όν (ἐργάζομαι), ικανός προς εργασία, εργατικός, επιμελής, σε Πλάτ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἐργαστικός: деятельный, энергичный (στρατηγός Xen.).

Middle Liddell

ἐργαστικός, ή, όν ἐργάζομαι
able to work, working, industrious, Plat., Xen.