ἐνάπτω

From LSJ
Revision as of 12:25, 9 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "v. l." to "v.l.")

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνάπτω Medium diacritics: ἐνάπτω Low diacritics: ενάπτω Capitals: ΕΝΑΠΤΩ
Transliteration A: enáptō Transliteration B: enaptō Transliteration C: enapto Beta Code: e)na/ptw

English (LSJ)

A bind on or to, σπάργανά τινι E.Ion 1490(anap.); τι εἴς τι X. Cyn.6.8, cf.Aeschin.Socr.41 (Pass.):—Pass., θώρηκος κύτει ἐνημμένῳ κάλλιστα fitted on, fitting beautifully, Ar.Pax1225. 2 Pass., of persons, to be fitted with, clad in, c. acc., λεοντέας ἐναμμένοι (Ion. for ἐνημμ-) Hdt.7.69; διφθέραν ἐνημμένος Ar.Nu.72; παρδαλᾶς ἐνημμένους Id.Av.1250, cf. Str.15.1.71 (v.l.), Luc.Herc.1:—also in Med., ὁ Χορὸς . . ἐναψάμενος δάπιδας Ar.Fr.253, cf. Luc.Tim.6. II kindle, set on fire, Ar.Pax1032 (Pass.):—Med., get oneself a light, Lys.1.14. III lay hands on, GDI1760.11,al. (Delph.).

German (Pape)

[Seite 829] 1) daran anknüpfen, einbinden; λίθον εἰς τὸν περίδρομον Xen. Cyn. 6, 8; ῥύματα ταῖς σχεδίαις Pol. 3, 46, 5; a. Sp.; θώρακος κύτει ἐνημμένῳ, der fest angefügt ist, anschließt, Ar. Par 1225. – Med., sich einhüllen, anziehen; Αἰθίοπες παρδαλέας ἐναμμένοι Her. 7, 69; διφθέραν ἐνημμένος Ar. Eccl. 80; Sp., wie ἐνῆπται Luc. Herc. 1 Tim. 6. – Auch = anrühren, berühren; αἰτίας ἐνημμένοι εἰσί Arist. Metaphys. 1, 7, richtiger ἡμμένοι. – 2) anzünden, Ar. Par 1031.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνάπτω: μέλλ. -ψω, δένω ἐπί τινος ἢ εἴς τι, σπάργανά τινι Εὐρ. Ἴων 1491˙ τι εἴς τι Ξεν. Κυνηγ. 6, 8. ‒ Παθ., θώρακος κύτει ἐνημμένῳ κάλλιστα, προσηρμοσμένῳ, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1225. 2) ἐν τῷ παθ. ἐπὶ προσώπων, φορῶ, περιβάλλομαί τι, μετ’ αἰτ., λεοντέας ἐναμμένοι (Ἰων. ἀντὶ ἐνημμ-) Ἡρόδ. 7. 69˙ διφθέραν ἐνημμένος Ἀριστοφ. Νεφ. 72˙ παρδαλᾶς ἐνημμένοι ὁ αὐτ. Ὄρν. 1250, κτλ.· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπω, ὁ χορός‥. ἐναψάμενος δάπιδας ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 249. ΙΙ. ἀνάπτω, πυρπολῶ, ὁ αὐτ. Εἰρ. 1032, ἐν τῷ πάθ. ― Μέσ., λαμβάνω δι’ ἐμαυτὸν φῶς, Λυσ. 93. 2. ΙΙΙ. Μέσ., ἐγγίζω, ὡς τὸ ἅπτομαι, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 7, 3, εἰ ἡ γραφὴ ἔχει καλῶς.

French (Bailly abrégé)

1part. pf. Pass. ἐνημμένος;
attacher à ou dans;
Moy. ἐνάπτομαι (surtout au pf.) ajuster sur soi, se revêtir de, acc..
Étymologie: ἐν, ἅπτω¹.
2allumer, enflammer;
Moy. ἐνάπτομαι allumer pour soi.
Étymologie: ἐν, ἅπτω².

Spanish (DGE)

• Morfología: [perf. pas. part. ἐναμμένοι Hdt.7.69]
I c. idea de ‘atar’
1 c. ac. y dat. o rég. prep. atar a, fijar a εἰς δὲ τὸν περίδρομον ἐναπτέτω λίθον al cordón de ajuste átese una piedra X.Cyn.6.8, εἰς τὰ ... πεφυκότα τῶν δένδρων ἐνάπτοντες (τὰ ἐπιγυῖα) Plb.3.46.3, cf. D.S.1.35
solo c. dat. en uso pregnante fijarse, agarrarse τῷ Παύλῳ ἐνάψας ὁ ἔχις habiéndose agarrado la víbora a la mano de Pablo Basil.Hex.9.6.
2 c. ac. ref. vestimenta o calzado prender, fajar, ceñir, vestir c. ac. de la prenda παρθένια ... σπάργαν' ἀμφίβολά σοι τάδ' ἐνῆψα te fajé con mis ropas de soltera por pañales envolventes E.Io 1490 (cód.)
en v. med. mismo sent. ὁ χορὸς δ' ὠρχεῖτ' ἂν ἐναψάμενος δάπιδας καὶ στρωματόδεσμα el coro bailaría habiéndoos vestido con la tapicería y la ropa de cama Ar.Fr.264
esp. en perf. med.-pas. llevar prendido, estar fajado o vestido Αἰθίοπες δὲ παρδαλέας τε καὶ λεοντέας ἐναμμένοι Hdt.l.c., cf. Ar.Au.1250, Nu.72, Ra.430, Str.15.1.72 (cód.), Philostr.Her.54.11, Hanno Peripl.9, cf. Luc.Herc.1, Agath.2.8.4, χλαμύδα ἐνῆπται Philostr.Her.12.18, cf. Agath.4.1.2, Corn.ND 27
de sandalias llevar atado, estar calzado αὐτὸν ... τὰ ὑποδήματα σπαρτίοις ἐνημμένον σαπροῖς Aeschin.Socr.41.
3 fig. en mús. insertar, intercalar ὀγδοόν τινα φθόγγον μεταξὺ μέσης καὶ παραμέσης ἐνάψας Nicom.Harm.5.
II c. idea de ‘tocar’, sólo en v. med.
1 prender, poner su mano en c. gen. de pers., en cláusulas de manumisiones εἰ δέ τις ἐνάπτοιτο Εὐτύχου ἐπὶ καταδουλισμῷ GDI 1760.11, cf. FD 3.11.7 (ambas Delfos II a.C.).
2 c. ac. de cosa tener cogido κρατῆρα ἐν τῇ χειρί Pall.V.Chrys.15.91
gener. tener, poseer ὁ τὴν ἐξουσίαν καὶ τὸ κράτος ... ἐνημμένος S.E.M.9.63, οἱ τὰς κοσμικὰς δυναστείας καὶ τὸν ἐκκλησιαστικὸν ἐνημμένοι πλοῦτον Pall.V.Chrys.11.92.
3 náut. remolcar τὰς πεντήρεις ἐνάψασθαι Plb.16.15.5.
III rel. c. el fuego
1 prender, encender τὸν λύχνον ἀποσβεσθῆναι ... εἶτα ἐκ τῶν γειτόνων ἐνάψασθαι Lys.1.14, fig. θρῆνον ἐναψαμένη prendiendo la llama del treno, IG 10(2).1.368.2 (Tesalónica II d.C.).
2 incendiar ἐνάπτειν ἐκέλευε καὶ τὰς ἐν ἀριστερᾷ οἰκίας X.An.5.2.25, en v. pas. σχίζα ... ἐνημμένη Ar.Pax 1032.

Greek Monolingual

(AM ἐνάπτω)
δένω, προσδένω, στερεώνω σε κάτι («εἰς δὲ τὸν περίδρομον ἐναπτέτω λίθον μακρὸν καὶ μέγαν», Ξεν.)
νεοελλ.
ναυτ. αγκιστρώνω έναν τρόχιλο με γάντζο σε σχοινί ή κρίκο, κν. αγκυρίζω, γαντζώνω, κοτσάρω
αρχ.
μέσ. περιβάλλομαι, καλύπτομαι με κάτιὥσπερπατήρ σου, διφθέραν ἐνημμένος», Αριστοφ.)
3. αγγίζω
4. ανάβω, βάζω φωτιά, πυρπολώ
5. μέσ. παίρνω φλόγα από κάποιον για τον εαυτό μου, παίρνω φωτιά, ανάβω.

Greek Monotonic

ἐνάπτω: μέλ. -ψω,
I. δένω πάνω ή σε κάποιον, προσδένω, σε Ευρ. — Παθ. παρακ. ἔνημμαι, λέγεται για πρόσωπα, φορώ, περιβάλλομαι με κάτι, με αιτ. λεοντέας ἐναμμένοι (Ιων. αντί ἐνημμ-), σε Ηρόδ., Αριστοφ.
II. ανάβω, πυρπολώ, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐνάπτω:
I (aor. ἐνῆψα, part. pf. pass. ἐνημμένος, ион. ἐναμμένος)
1) привязывать, прикреплять, прилаживать (λίθον εἰς τὸν περίδρομον Xen.; ῥύματα ταῖς σχεδίαις Polyb.; τινὰ σειραῖς καὶ καλωδίοις Plut.);
2) обматывать, окутывать (σπάργανά τινι Eur.);
3) med. надевать на себя, опоясываться (Αἰθίοπες λεοντέας ἐναμμένοι Her.; διφθέραν ἐνημμένος Arph. и ἐναψάμενος Luc.; νεβρίδα Plut.): τὴν φαρέτραν ἐνημμένος Plut. с колчаном на перевязи;
4) затрагивать, рассматривать (τῆς αἰτίας Arst. - v.l. ἅπτομαι).
II зажигать (ἡ σχίζα ἐνημμένη Arph.): ἐκ τῶν γειτόνων ἐνάψασθαι Lys. взять огня у соседей; τὴν ὄψιν ἐνάψαι ἔν τινι Plut. наделить кого-л. зрением.

Middle Liddell

fut. ψω
I. to bind on or to a person, Eur.:— Pass., perf. ἐνῆμμαι, of persons, to be fitted with, clad in, c. acc., λεοντέας ἐναμμένοι (ionic for ἐνημμ-) Hdt., Ar.
II. to kindle, set on fire, Ar.