ἐλάφειος

From LSJ
Revision as of 11:45, 15 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " l.c." to " l.c.")

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλάφειος Medium diacritics: ἐλάφειος Low diacritics: ελάφειος Capitals: ΕΛΑΦΕΙΟΣ
Transliteration A: elápheios Transliteration B: elapheios Transliteration C: elafeios Beta Code: e)la/feios

English (LSJ)

[ᾰ], ον, A of a stag or hart, κέρας hartshorn, Arist.HA534b23; ἐ. κρέα venison, X.An.1.5.2, PSI6.594.15 (iii A.D.). b ἐ. δίκτυα for catching stags, Aen.Tact.11.6, 38.7. 2 deer-like, cowardly, EM326.10. 3 ἐλάφειον, τό,= ὠκιμοειδές, Ps.-Dsc.4.28.

German (Pape)

[Seite 792] vom Hirsch; κέρας Arist. H. A. 4, 8; κρέα, Hirschwildpret, Xen. An. 1, 5, 2 u. Sp. – Bei E. M. 326, 10 ἀνήρ, furchtsam wie ein Hirsch.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλάφειος: -ον, ἀνήκων εἰς ἔλαφον, τῆς ἐλάφου, «λαφίσιον», Λατ. cervinus, κέρας Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 27· τὰ δὲ κρέα... ἦν παραπλήσια τοῖς ἐλαφείοις Ξεν. Ἀν. 1. 5, 2. 2) ὅμοιος ἐλάφῳ, δειλός, Ἐτυμολ. Μ. 326. 10.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de cerf ou de biche.
Étymologie: ἔλαφος.

Spanish (DGE)

-ον
• Grafía: graf. -φεος PSI 594.15 (III a.C.)
• Prosodia: [-ᾰ-]
I 1de ciervo o venado κέρας Arist.HA 534b23, κρέα X.An.1.5.2, cf. PSI l.c., δέρμα DP 8.23 (IV d.C.).
2 que sirve para la caza del ciervo δίκτυα Aen.Tact.11.6, 38.7.
3 fig. que es como un ciervo e.d. asustadizo ἀνήρ EM 326.10G.
II neutr. subst. τὸ ἐ.
1 taba de ciervo Eup.47.
2 bot. planta parecida a la albahaca montesina o turca, quizá Silene gallica L., Ps.Dsc.4.28. • DMic.: e-ra-pe-ja.

Greek Monolingual

-α, -ο (ΑΜ ἐλάφειος, -ον)
ο ελαφήσιος
αρχ.
1. (για κυνηγετικό δίχτυ) κατάλληλος για την παγίδευση ελαφιού
2. ο δειλός.

Greek Monotonic

ἐλάφειος: -ον (ἔλαφος), αυτός που ανήκει σε ελάφι, ελαφίσιος, ἐλ. κρέα, κυνήγι, κρέας ελαφιού, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἐλάφειος: олений (κρέα Xen.; κέρας Arst.).

Middle Liddell

ἐλάφειος, ον ἔλαφος
of a stag, ἐλ. κρέα venison, Xen.