ἀνάρσιος

From LSJ
Revision as of 18:50, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+):" to "$1 $2, $3:")

πανταχόθεν ἐρανίζεσθαι τὴν ἡδονήν → cull pleasure from every side, cull pleasure from every source

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάρσιος Medium diacritics: ἀνάρσιος Low diacritics: ανάρσιος Capitals: ΑΝΑΡΣΙΟΣ
Transliteration A: anársios Transliteration B: anarsios Transliteration C: anarsios Beta Code: a)na/rsios

English (LSJ)

ον, also α, ον S.Tr.641 (lyr.): (ἄρσιος):—A incongruous: hence, I of persons, hostile, implacable, δυσμενέες καὶ ἀνάρσιοι Il.24.365, Od.14.85; ὅσ' ἀνάρσιοι ἄνδρες ἐδηλήσαντ' ἐπὶ χέρσου ib.10.459, 11.401, etc.; ἦσθ' ἀνάρσιος (vulg. ἦλθες), of Apollo, A.Ag.511; ἀνάρσιοι enemies, S.Tr.853 (lyr.); ἀ. καναχά, opp. θεία μοῦσα, ib. 641 (lyr.), cf. Theoc.17.101. II of events, untoward, strange, ἀ. πρήγματα πεπονθέναι Hdt.1.114, cf. 9.37; οὐδὲν ἀ. πρῆγμα συνηνείχθη 3.10, 5.89, 90; δεινόν τε καὶ ἀ. ἐποιέετο [τὸ πρῆγμα] 9.110.— Ep., Ion., and (rarely) Trag.

German (Pape)

[Seite 206] Soph. Tr. 638 ch. fem. ἀναρσία, nicht zusammenpassend (ἄρω); daher widerstrebend, feindselig, ἀνάρσιοι ἄνδρες Od. 10, 459. 11, 401. 408. 24, 111; δυσμενέες καὶ ἀνάρσιοι 14, 85; Iliad. 24, 365 οἵ τοι δυσμενέες καὶ ἀνάρσιοι ἐγγὺς ἔασιν; Aesch. Ag. 497, l. d.; Soph. Trach. 850; von Sachen, πρῆγμα, ein widriger Vorfall, Her. 3, 10. 5, 89. 90.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάρσιος: -ον, ὡσαύτως, -α, -ον, Σοφ. Τρ. 642: (ἄρω, ἄρσιος): - ὁ μὴ ἁρμόζων, ἀνάρμοστος, ἄτοπος: ἐντεῦθεν, 1) ἐπὶ προσώπων, ἐχθρικός, δυσοίωνος, ἀπαίσιος, ἄσπονδος, δυσμενέες καὶ ἀνάρσιοι Ἰλ. Ω. 365, Ὀδ. Ξ. 85· ὅσ’ ἀνάρσιοι ἄνδρες ἐδηλήσαντ’ ἐπὶ χέρσου Ὀδ. Κ. 459, Λ. 401, κτλ.· ὡσαύτως παρὰ Τραγ. ἦσθ’ ἀνάρσιος (κοιν. γραφ. ἦλθες), ἐπὶ Ἀπόλλωνος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 511· ἀνάρσιοι, ἐχθροί, πολέμιοι, Σοφ. Τρ. 853· οὕτως, ἀν. καναχὰ ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ θεία μοῦσα, αὐτόθι 642. ΙΙ. ἐπὶ συμβεβηκότων, δυσχερής, παράδοξος, τερατώδης, ἀνάρσια πρήγματα πεπονθέναι Ἡροδ. 1. 114, πρβλ. 9. 37· οὐδὲν ἀνάρσιον πρῆγμα συνηνείχθη 3. 10., 5. 89, 90· δεινόν τε καὶ ἀνάρσιον ἐποιέετο [τὸ πρῆγμα] 9.110. - Ἐπ. καὶ Ἰων. λέξ. ἀπαντῶσα δὶς ἢ τρὶς καὶ παρὰ Τραγικοῖς.

French (Bailly abrégé)

ος ou α, ον :
qui ne s’ajuste ou ne s’accorde pas, d’où
1 malveillant, ennemi ; ἀνάρσιοι SOPH les ennemis;
2 étrange, monstrueux (événement, acte, etc.) ; ἀνάρσια πρήγματα HDT traitements indignes.
Étymologie: , ἄρσιος.

English (Autenrieth)

(ἀραρίσκω): unfitting, hence unfriendly, hostile; δυσμενέες καὶ ἀνάρσιοι, Il. 24.365.

Spanish (DGE)

-ον
• Morfología: [-α, -ον S.Tr.641, Io Trag.53d]
1 de pers. hostil, enemigo ἀ. ἄνδρες Od.11.401, 408, 10.459, δυσμενέες καὶ ἀ. Il.24.365, Od.14.85, de Apolo, A.A.511, οὐκ ἀναρσίαν ἀχῶν καναχάν lanzando un son no hostil, e.d., no fúnebre de la flauta, S.l.c., ὀιστοί Lyr.Adesp.4(a).2, cf. Io l.c., Theoc.17.101, A.R.2.343, Nonn.D.23.66, Par.Eu.Io.5.43
ἀνάρσιοι los enemigos S.Tr.854.
2 de cosas horrible, atroz οὐδὲν ... ἀνάρσιον πρῆγμα συνηνείχθη Hdt.3.10, esp. c. πάσχειν: ἐπεπόνθεε πρὸς Καμβύσεω ἀνάρσια Hdt.3.74, cf. 1.114, 5.90, 9.37.

Greek Monolingual

ἀνάρσιος, -ον (Α)
1. ανάρμοστος, άτοπος
2. (για ανθρώπους) εχθρικός, αντίπαλος
3. (για γεγονότα) δυσχερής, παράδοξος, τερατώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + άρσιος αντί άρτιος «αρμόζων, πρέπων, κατάλληλος» με συριστικοποίηση του -τ-].

Greek Monotonic

ἀνάρσιος: -ον και -α, -ον· ανάρμοστος, άτοπος·
I. λέγεται για πρόσωπα, εχθρικός, δυσοίωνος, απαίσιος, απεχθής, άσπονδος, σε Όμηρ., Τραγ.
II. λέγεται για περιστατικά, δυσχερής, παράδοξος, τερατώδης, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνάρσιος: и 3
1) неприязненный, недружелюбный, враждебный, Hom., Aesch., Soph.;
2) неприятный, обидный: ἀνάρσια πρήγματα πεπονθέναι Her. подвергнуться жестокому обращению.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj., m.
Meaning: hostile, evil-minded? (Il.); equivalent of δυσμενής
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Cf. ἄρσιον δίκαιον H., which is usually explained as a back-formation to ἀνάρσιος. The word is generally assumed as a derivative of ἀραρίσκω (not adapted); possible, but not certain. Frisk, Adj. priv. 7.

Middle Liddell


not fitting, incongruous: hence,
I. of persons, hostile, unpropitious, implacable, Hom., Trag.
II. of events, untoward, strange, monstrous, Hdt.

English (Woodhouse)

hostile, unfavourable, unfavorable

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)