ἐπιθρύπτω
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
English (LSJ)
A enfeeble, enervate, Philostr.V A1.37:—Pass., practise affectations, Aristaenet.1.28; ἐπιτεθρυμμένος effeminate, Plu.Dio 17.
German (Pape)
[Seite 943] verweichlichen, Plut. Dio 17 im pass., wie Aristaen. 1, 28.
French (Bailly abrégé)
amollir, efféminer.
Étymologie: ἐπί, θρύπτω.
Greek Monolingual
ἐπιθρύπτω (Α)
1. (μτβτ.) παραλύω, αμβλύνω, εξασθενίζω κάτι
2. μέσ. ἐκθρύπτομαι
εκθηλύνομαι
3. παθ. κάνω νάζια, τσακίσματα
3. σπάζω, συντρίβω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θρύπτω «θραύω, συντρίβω»].
Russian (Dvoretsky)
ἐπιθρύπτω: изнеживать, ослаблять (ἐν τῇ διαίτῃ ἐπιτεθρυμμένος Plut.).