πηρόδετος

From LSJ
Revision as of 13:50, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πηρόδετος Medium diacritics: πηρόδετος Low diacritics: πηρόδετος Capitals: ΠΗΡΟΔΕΤΟΣ
Transliteration A: pēródetos Transliteration B: pērodetos Transliteration C: pirodetos Beta Code: phro/detos

English (LSJ)

ον, A binding a wallet, ἱμάς AP9.150 (Antip.).

German (Pape)

[Seite 611] den Ränzel bindend oder an den Ränzel gebunden, ἱμάς, Antp. Sid. 96 (IX, 150).

Greek (Liddell-Scott)

πηρόδετος: -ον, δι’ οὗ δένεται πήρα, ἱμὰς Ἀνθ. Π. 9. 150.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui sert à attacher la besace.
Étymologie: πήρα, δέω¹.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για ιμάντα, λουρί) αυτός με τον οποίο δένεται η πήραπηρόδετος ἱμάς», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πήρα «δερμάτινος σάκος» + -δετος (< δέω / δῶ «δένω»), πρβλ. μολυβδό-δετος, παγό-δετος].

Greek Monotonic

πηρόδετος: -ον, αυτός που περιδενει ένα σάκο, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

πηρόδετος: служащий для подвязывания или перевязывания сумы (ἱμάς Anth.).

Middle Liddell

πηρό-δετος, ον,
binding a wallet, Anth.