κεφαλίς

From LSJ
Revision as of 11:41, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "d’" to "d'")

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεφᾰλίς Medium diacritics: κεφαλίς Low diacritics: κεφαλίς Capitals: ΚΕΦΑΛΙΣ
Transliteration A: kephalís Transliteration B: kephalis Transliteration C: kefalis Beta Code: kefali/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, Dim. of κεφαλή, A little head, σκορόδου Luc.DMeretr.14.3; head of a nail, Ath.11.488c; extremity, τῶν σκυταλίδων Antyll. ap. Orib.44.23.74. II capital of a column, Ph.2.147, Chor.p.118 B.(pl.), PLond. 3.755v6 (iv A.D.), Gp.14.6.6 (pl.): pl., = κρόσσαι, Eust.903.6. III toe-cap of a shoe, Arist.Rh.1392a31, cf. Anon.ad loc.; of the foot of a table, Aristeas 68. IV rope attached to the bow of a ship, Polyaen. 3.9.38 (pl.). V κ. βιβλίου roll, LXX Ez.2.9, Ps.38(39).8, al.

German (Pape)

[Seite 1428] ίδος, ἡ, dim. von κεφαλή, das Köpfchen, z. B. σκορόδου Luc. D. Meretr. 14; – Kopfbedeckung, Arist. rhet. 2, 19. – Das Kopfende, der Anfang, βιβλίου, N. T. – Ein Tau = κεροίαξ, Polyaen. 3, 9, 38. – Von den Kapitälen der Säulen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κεφᾰλίς: -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ κεφαλή, μικρὰ κεφαλή, «κεφαλάκι», Λατ. capitulum, σκορόδου Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 14· ἡ κεφαλὴ ἥλου, Ἀθήν. 488C. ΙΙ. τὸ κιονόκρανον, Γεωπ. 14. 6· ― πληθ., = κρόσσαι, Εὐστ. 903. 6. ΙΙΙ. μέρος πεδίλου. Ἀριστ. Ρητ. 2. 19, 10. IV. = κεροίαξ, Πολύαιν. 5. 9, 38. V. κεφάλαιον, βιβλίου Ἐπιστ. π. Ἑβρ. ι΄, 7. VI. = εἰλητάριον, Ἑβδ. (Ἔσδρ. Β΄, ς΄, 2, Ψαλμ. ΛΘ΄ 8, κλπ.).

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
1 petite tête, gousse d'ail;
2 couvre-chef, chapeau.
Étymologie: κεφαλή.

English (Strong)

from κεφαλή; properly, a knob, i.e. (by implication) a roll (by extension from the end of a stick on which the manuscript was rolled): volume.

English (Thayer)

(κημόω) κημῷ: future κημώσω; (κημός a muzzle); to stop the mouth by a muzzle, to muzzle: βοῦν, T Tr WH marginal reading (Xenophon, r. eq. 5,3); see φιμόω.

Greek Monolingual

κεφαλίς, ίδος, ἡ (ΑΜ)
βλ. κεφαλίδα.

Greek Monotonic

κεφᾰλίς: -ίδος, ἡ,
I. υποκορ. του κεφαλή.
II. μέρος παπουτσιού, σε Αριστ.
III. κεφάλαιο, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

κεφᾰλίς: ίδος (ῐδ) ἡ
1) головка (σκορόδου Luc.): κ. (sc. τῶν ὑποδημάτων) Arst. головки сапог;
2) начало (ἐν κεφαλίδι βιβλίου γέγραπται NT).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεφαλίς -ίδος, ἡ, demin. van κεφαλή, hoofdje, puntje:; σκορόδου teentje knoflook Luc. 80.14.3; κρομμύων bol van uien Luc. 22.22; κεφαλὶς βιβλίου boekrol NT Hebr. 10.7; schoenpunt.

Middle Liddell

κεφᾰλίς, ίδος
I. Dim. of κεφαλή.
II. part of a shoe, Arist.
III. a head, chapter, NTest.

Chinese

原文音譯:kefal⋯j 咳法利士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:頭(著) 相當於: (מְגִלָּה‎)
字義溯源:節,書卷,卷,冊;源自(κεφαλή)*=頭)
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編
1) 卷(1) 來10:7