λέκτρον

From LSJ
Revision as of 11:30, 3 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")

οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λέκτρον Medium diacritics: λέκτρον Low diacritics: λέκτρον Capitals: ΛΕΚΤΡΟΝ
Transliteration A: léktron Transliteration B: lektron Transliteration C: lektron Beta Code: le/ktron

English (LSJ)

τό, (λέχομαι)
A couch, bed, Hom. (esp. in Od.); λέκτρονδε = to bed, Od.8.292: also in plural, Il.22.503, Od.20.58, etc.; Arc. for κλίνη acc. to AB1095.
II later, mostly in plural, marriage-bed, Pi. N.8.6 (sg.); παρθένοις γαμηλίων λέκτρων ἀπείροις A.Fr.242; λέκτρων εὐναί Id.Pers.543 (anap.); λέκτρων κοῖται E.Alc.925 (anap.); κοίτας λέκτρον Id.Med.436 (lyr.); but τὸ δυσπάρευνον λέκτρον S.Tr.791: hence γῆμαι λέκτρα τινός = wed one, E.Med.594; λέκτρα προδοῦναι, λέκτρα αἰσχῦναι, etc., Id.Or.939, Hipp.944, etc.; ἀλλότρια, νόθα, δοῦλα λέκτρα, of illicit connections, Id.HF345, Andr.928, Ion819; cf. λέχος.
2 the fruit of marriage, a child, Agathyll. ap. D.H.1.49 (pl.).

German (Pape)

[Seite 27] τό, wie λέχος, Lager, Bett, κεῖμαι ἐνὶ λέκτρῳ, Od. 19, 516 u. öfter, bes, vom Ehebett, wie auch Pind. Διὸς Αἰγίνας τε λέκτρον, N. 8, 6; πρίν ποτε λέκτρων ἐπιβῆναι Aesch. Suppl. 37, öfter, wie andere Tragg., ἦλθες ἐς νόθον λέκτρον Eur. Ion 545; öfter im plur., wo nur an ein Ehebett zu denken ist, bes. bei Eur. Auch bei sp. D., für Liebesgenuß.

Greek (Liddell-Scott)

λέκτρον: τό, (Ö ΛΕΧ, λέγω Α) ὡς τὸ λέχος, ἀνάκλιντρον, κλίνη, Λατ. lectus, Ὅμ. (μάλιστα ἐν τῇ Ὀδ.)· λέκτρονδε, εἰς τὴν κλίνην, Ὀδ. Θ. 292· ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ. Ἰλ. Χ. 503. Ὀδ., κτλ. ΙΙ. μετέπειτα, τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., ἡ νυμφικὴ κλίνη, Πινδ. Ν. 8. 11, Τραγ.· παρθένοις γαμηλίων λ. ἀγεύστοις Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 238· οὕτω, λέκτρων εὐναὶ ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 543· λέκτρων κοῖται Εὐρ. Ἄλκ. 925· κοίτης λέκτρον ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 437· ἀλλά, τὸ δυσπάρευνον λέκτρον, τὸν θανάτου πρόξενον γάμον, Σοφ. Τρ. 791· - ὅθεν, γῆμαι λέκτρα τινός, νυμφεύομαί τινα, Εὐρ. Μήδ. 594· λέκτρα προδοῦναι, αἰσχύνειν, κτλ., ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 939, Ἱππ. 944, κτλ.· - ἀλλότρια, νόθα, δοῦλα λέκτρα, ἐπὶ παρανόμων γάμων, ὁ αὐτ.· πρβλ. λέχος. 2) ὁ καρπὸς τοῦ γάμου, τέκνον, Ἀγάθυλλος παρὰ Διον. Ἁλ. 1. 49.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
lit, couche ; λέκτρονδε OD vers le lit, au lit avec mouv. ; plur. λέκτρα au sens du sg. ; p. ext. plaisirs de l’amour.
Étymologie: R. Λεγ, cf. λέγω¹, lat. lectus.

English (Autenrieth)

(root λεχ): bed, freq. the pl.; λέκτρονδε, Od. 8.292.

English (Slater)

λέκτρον nuptial-bed (ἔρωτες)· οἷοι καὶ Διὸς Αἰγίνας τε λέκτρον ποιμένες ἀμφεπόλησαν Κυπρίας δώρων (N. 8.6) pl. pro s., ἐλθόντος γὰρ εὐνάσθη ξένου λέκτροισιν ἀπ' Ἀρκαδίας (P. 3.26) ὡς ἦρα νυμφείας ἐπείρα κεῖνος ἐν λέκτροις Ἀκάστου εὐνᾶς (N. 5.30)

Greek Monotonic

λέκτρον: τό (λέγω Α)·
I. όπως το λέχος, ανάκλιντρο, κρεβάτι, Λατ. lectus, σε ενικ. και πληθ., σε Όμηρ.· λέκτρονδε, στο κρεβάτι, σε Ομήρ. Οδ.
II. έπειτα στον πληθ., νυφικό κρεβάτι, σε Πίνδ., Τραγ.· ἀλλότρια, νόθα λέκτρα, για παράνομες σχέσεις, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

λέκτρον: τό λέγω I] тж. pl.
1) постель, кровать, ложе, Hom. etc.;
2) (тж. λέκτρων εὐναί Aesch., κοίτης λ. и λέκτρων κοῖται Eur.) брачное ложе, т. е. брачный союз, брак: νόθον λ. Eur. противозаконная связь.

Frisk Etymological English

Meaning: layer
See also: s. λέχος.

Middle Liddell

λέκτρον, ου, τό, [λέγω1] like λέχος,]
I. a couch, bed, Lat. lectus, in sg. and pl., Hom.; λέκτρονδε to bed, Od.
II. pl. the marriage-bed, Pind., Trag.; ἀλλότρια, νόθα, λέκτρα, of illicit connections, Eur.

Frisk Etymology German

λέκτρον: {léktron}
Meaning: Lager
See also: s. λέχος.
Page 2,103

English (Woodhouse)

marriage, hand in marriage

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)