ἀντεκπλέω
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
sail out against, τινί Th.4.13: abs., Plu.Lys.10.
Spanish (DGE)
hacerse a la mar contra σφίσιν Th.4.13
•abs., Plu.Lys.10.
German (Pape)
[Seite 245] (s. πλέω), gegen Einen mit der Flotte auslaufen, Thuc. 4, 13 u. Sp., wie Plut. Lys. 10.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντεκπλέω: ἐκπλέω ἐναντίον τινὸς πλέοντος κατ’ ἐμοῦ, ἢν μὲν ἀντεκπλεῖν ἐθέλωσι σφῖσιν Θουκ. 4. 13· ἀπολ., Πλουτ. Λυσ. 10.
French (Bailly abrégé)
mettre à la voile à la rencontre de, τινι.
Étymologie: ἀντί, ἐκπλέω.
Greek Monolingual
ἀντεκπλέω (Α)
εκπλέω εναντίον κάποιου που πλέει εναντίον μου.
Greek Monotonic
ἀντεκπλέω: μέλ. -πλεύσομαι, εκπλέω εναντίον κάποιου, τινί, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀντεκπλέω: воен. выплывать против (кого-л.) (τινι Thuc.; ἑξακοσίαις ναυσίν Plut.).