βαναυσουργία
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
ἡ, handicraft, Plu.Marc.14.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
trabajo manual φορτικῆς βαναυσουργίας δεομένοι Plu.Marc.14, Poll.7.6.
German (Pape)
[Seite 431] ἡ, ein Handwerk, Plut. Marc. 14.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
travail manuel.
Étymologie: βάναυσος, ἔργον.
Greek (Liddell-Scott)
βαναυσουργία: ἡ, τὸ ἔργον, ἡ τέχνη τοῦ βαναύσου, Πλούτ. Μαρκέλλ. 14.
Greek Monolingual
βαναυσουργία, η (Α) βαναυσουργός
η χειρωνακτική εργασία.
Greek Monotonic
βαναυσουργία: ἡ (*ἔργω), χειρωνακτικό έργο, χειρωνακτική τέχνη, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
βᾰναυσουργία: ἡ ручной труд, ремесло Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βαναυσουργία -ας, ἡ βάναυσος, ἔργον handwerk.
Middle Liddell
[*ἔργω
handicraft, Plut.