εἰσοιχνέω
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
English (LSJ)
poet. Verb, go into, enter, c. acc., χορὸν εἰσοιχνεῦσαν Od.6.157; οὐδέ μιν (sc. πάτον) εἰσοιχνεῦσι κυνηγέται 9.120; ὁπόσοι τὴν Διὸς αὐλὴν εἰσοιχνεῦσιν A.Pr.122 (anap.).
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἐσ- IG 10(2).1.368.9 (Tesalónica II d.C.)
dar un paso para entrar, entrar en c. ac. λευσσόντων τοιόνδε θάλος χορὸν εἰσοιχνεῦσαν cuando ven a tal retoño dando el paso para entrar en el coro, Od.6.157, οὐδέ μιν (νῆσον) εἰσοιχνεῦσι κυνηγέται ni entran en ella (en la isla) cazadores, Od.9.120, ὁπόσοι τὴν Διὸς αὐλὴν εἰσοιχνεῦσιν A.Pr.122, τὸν πάντεσσι βροτοῖς μόνον οἶκον IG l.c.
German (Pape)
[Seite 744] hineingehen; τὴν Διὸς αὐλήν Aesch. Prom. 122; Od. 6, 157. 9, 120.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
seul. 3ᵉ pl. épq. εἰσοιχνεῦσιν et part. prés. acc. fém. sg. εἰσοιχνεῦσαν;
entrer dans, acc. .
Étymologie: εἰς, οἰχνέω.
Russian (Dvoretsky)
εἰσοιχνέω: входить, вступать (χορόν Hom.; τὴν Διὸς αὐλήν Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
εἰσοιχνέω: Ἐπ. ῥῆμα, εἰσέρχομαι εἰς, μετ’ αἰτιατ., χορὸν εἰσοιχνεῦσαν Ὀδ. Ζ. 157· οὐδέ μιν (ἐνν. πάτον) εἰσοιχνεῦσι κυνηγέται Ι. 120· ὡσαύτως ἐν χρήσει παρ’ Αἰσχύλῳ (Πρ. 122) ἐν τῷ αὐτῷ Ἐπ. τύπῳ, ὁπόσοι τὴν Διὸς αὐλὴν εἰσοιχνεῦσιν.
Greek Monotonic
εἰσοιχνέω: Αιολ. γʹ πληθ. -οιχνεῦσι, μπαίνω μέσα, εισέρχομαι, με αιτ., σε Ομήρ. Οδ.