ἀντεῖπον

From LSJ
Revision as of 17:55, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ἡ πολιτευομένη τῆς ἀρτάβης τιμήcustomary price of artaba

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντεῖπον Medium diacritics: ἀντεῖπον Low diacritics: αντείπον Capitals: ΑΝΤΕΙΠΟΝ
Transliteration A: anteîpon Transliteration B: anteipon Transliteration C: anteipon Beta Code: a)ntei=pon

English (LSJ)

aor. 2 without any pres. (cf. ἀντερῶ, ἀντιλέγω, ἀνταγορεύω), A speak against or in answer, gainsay, c. dat., S.OC999, etc.; ἀ. τινὶ δεομένῳ Th.1.136: abs., οὐδὲν ἀντειπεῖν ἔχω A.Pr.51; ἀ. πρός τινα or τι, Th.3.61, X.HG3.3.3; oppose, Pl.Thg.131a; ἀ. ὑπέρ τινος speak in one's defence, Ar.Th.545: c. acc. cogn., ἀ. ἔπος utter a word of contradiction, E.IA1391; δύο λόγω περὶ τῶν αὐτῶν ἀντειπεῖν speak on both sides of a question, Isoc.10.1; τούτῳ ἂν δίκαιον λόγον ἀντείποιμι Pl.Ap.28b. 2 κακῶς ἀ. τινά malign him in turn, S. Ant.1053.

Spanish (DGE)

v. ἀντιλέγω.

French (Bailly abrégé)

v. ἀντιλέγω.

Russian (Dvoretsky)

ἀντεῖπον: aor. к ἀντιλέγω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντεῖπον: ἀόρ. β΄ ἄνευ ἐνεστ. ἐν χρήσει: (πρβλ. ἀντερῶ, ἀντιλέγω, ἀνταγορεύω), ὡς ἀόρ. τοῦ ἀντιλέγω: ἀντέλεξα, τὸ πλεῖστον μετὰ δοτ., οὐδὲν ἀντ. τινι Αἰσχύλ. Πρ. 51, Σοφ. Ο. Κ. 999, κτλ., ἀντ. τινὶ δεομένῳ Θουκ. 1. 136. 2) ἀπολ., εἶπον εἰς ἀπάντησιν, ἀπεκρινάμην, πρός τινα ἢ τι ὁ αὐτ. 3. 61, Ξεν. Ἑλλ. 3. 3, 3, Πλάτ. Θεάγ. 131Α· ἀντ. ὑπέρ τινος, ὡμίλησα ὑπέρ τινος, Ἀριστοφ. Θεσμ. 545: - μετὰ συστοίχ. αἰτιατ., ἆρά γ’ ἔχομεν ἀντειπεῖν ἔπος; δυνάμεθα εἰς ἀπάντησιν νὰ εἴπωμεν μίαν λέξιν; Εὐρ. Ι. Α. 1391· δύω λόγω περὶ τῶν αὐτῶν ... ἀντειπεῖν, νὰ ὁμιλήσῃ τις περί τινος ζητήματος ἐξετάζων αὐτὸ ἐξ ἑκατέρου μέρους, Ἰσοκρ. 208Α. 3) μετ’ αἰτ. πράγμ., ἀντ. τινί τι, ἀντιτάσσειν τι ἐναντίον ἑτέρου, Πλάτ. Ἀπολ. 28Β. 4) ἀντειπεῖν τινα κακῶς, οὐ βούλομαι τὸν μάντιν ἀντειπεῖν κακῶς, δὲν θέλω νὰ ἀπαντήσω εἰς τὸν μάντιν μὲ κακολογίας, Σοφ. Ἀντ. 1053· πρβλ. εὖ εἰπεῖν τινα κτλ. (εἶπον ΙΙ. 4).

English (Thayer)

a 2nd aorist used instead of the verb ἀντιλέγειν, to speak against, gainsay; (from Aeschylus down): εἶπον.

Greek Monotonic

ἀντεῖπον: αόρ. βʹ χωρίς ενεστ. (αντί αυτού χρησιμ. το ἀντ-αγορεύω, πρβλ. ἀντ-ερῶ)·
1. μιλώ εναντίον ή ως απάντηση, αντικρούω, αντιτίθεμαι, με δοτ., οὐδὲν ἀντ. τινι, σε Αισχύλ. κ.λπ.· απόλ., ανταπαντώ, σε Θουκ. κ.λπ.· ἀντ. ἔπος, προφέρω λόγο αντιπαράθεσης, σε Ευρ.
2. ἀντ. τινί τι, θέτω κάτι ενάντια σε κάτι άλλο, σε Πλάτ.
3. κακῶς ἀντ. τινα, μιλώ άσχημα για εκείνον ως ανταπόδοση, σε Σοφ.

Middle Liddell

[aor2 with no pres, ἀνταγορεύω being used instead, cf. ἀντερῶ
1. to speak against or in answer, gainsay, c. dat., οὐδὲν ἀντ. τινι Aesch., etc.:—absol. to speak in answer, Thuc., etc.; ἀντ. ἔπος to utter a word of contradiction, Eur.
2. ἀντ. τινί τι to set one thing against another, Plat.
3. κακῶς ἀντ. τινά to speak ill of him in turn, Soph.