ἐπίπλοος
ὦ πλοῦτε καὶ τυραννὶ καὶ τέχνη τέχνης ὑπερφέρουσα τῷ πολυζήλῳ βίῳ → o wealth, and tyranny, and supreme skill exceedingly envied in life
English (LSJ)
(A), ον, contr. ἐπίπλους, ουν, (ἐπιπλέω) A sailing against the enemy, νῆες 'ships of the line', Plb.1.50.6, cf. 1.27.5, Ph.Bel.104.16. 2. sailing after, D.S.20.50.3. 3. on board ship: as substantive, = ἐπιβάτης, Arr. ap. Suid., cf. POxy.276 (i A.D.), etc. II. for ἐπίπλοα, τά, v. ἔπιπλα ad fin.
(B), contr. ἐπίπλους, ὁ, A sailing against, bearing down upon, attack or onset of a ship or fleet, Th.2.90, X.HG4.3.11, Plu. Lys.11, etc.; ποιεῖσθαι ἐπίπλουν, = ἐπιπλεῖν, Th.8.79; ἐ. ἐποιοῦντο τῇ Μιλήτῳ ib.30; ἐπὶ τὴν Σάμον ib.63; τοῖς Ἀθηναίοις Id.3.78; τῇ Πελοποννήσῳ ἑκατὸν νεῶν ἐπίπλουν ἐξαρτύοντες fitting out 100 ships for the expedition against . ., Id.2.17, cf. 56; ἐ. θέσθαι Plu.Aem.9; rarely of friends, sailing towards, approach, ἐ. φίλιος Th.8.102.
(C), contr. ἐπίπλους, ὁ, A v. ἐπίπλοον.
German (Pape)
[Seite 971] zsgzgn -πλους, ὁ, das Darauflosfahren eines Schiffes auf ein feindliches, der Angriff eines Schiffes, Thuc. oft, z. B. ἐπίπλουν ποιεῖσθαι, = ἐπιπλέω, mit der Flotte anrücken, τῇ Μιλήτῳ, gegen Milet, 8, 79, τοῖς Ἀθηναίοις 3, 78, ἐπὶ τὴν Σάμον 8, 63; Xen. Hell. 2, 1, 28. 4, 3, 11; ἐπίπλουν θέσθαι Plut. Aem. P. 9; der Flotte selbst, Thuc. 2, 90; vgl. 8, 102. – Bei Suid. auch der auf dem Schiffe fährt, ὁ ἐπιβάτης; u. nach Harpocr. später der Schiffsaufseher. – S. auch ἐπίπλοον. zsgzgn –πλους, 1) nachschiffend, im Ggstz von πρόπλοος, von den letzten, den Zug der Flotte schließenden Schiffen, D. Sic. 20, 50. – 2) darauf losfahrend, angreifend, ναῦς, Pol. 1, 27, 8. 50, 6. S. auch ἐπίπλοα.
French (Bailly abrégé)
1όου (ὁ) :
membrane qui recouvre les intestins, épiploon.
Étymologie: DELG ἐπί, πλέω.
2όου (ὁ) :
1 expédition navale contre;
2 action de naviguer vers, approche de vaisseaux amis.
Étymologie: ἐπιπλέω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίπλοος:
I ὁ Her. = ἐπίπλοον.
II стяж. ἐπίπλους ὁ
1) подплывание, приплытие (ἀπροσδόκητον ἐπίπλουν θέσθαι Plut.): τὸν ἐπίπλοον или τοὺς ἐπιπλόους ποιεῖσθαι Thuc., Plut. совершать морской поход, нападать с моря (τῇ Μιλήτῳ и ἐπὶ τὴν Σάμον Thuc.): ἐ. ἀλλήλοις Xen. встреча (враждебных) флотов;
2) (подплывающий), флот (φίλιος Thuc.).
III стяж. ἐπίπλους 2
1) против (кого-л.) или навстречу (кому-л.) плывущий (ναῦς Polyb.);
2) вслед (за кем-л.) плывущий (ναῦς Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίπλοος: -ον, συνῃρ. ἐπίπλους, ουν (ἐπιπλέω): -πλέων ἐναντίον, ὁρμῶν κατὰ τοῦ ἐχθροῦ, ναῦς Πολύβ. 1. 27, 5., 50. 6. 2) πλέων κατόπιν τινός, ἀντίθετον τῷ πρόπλοος, ἀμφιβ. ἐν Διοδ. 20. 50. 3) = ἐπιβάτης, «κυβερνήτας δὲ καὶ πρῳράτας μόνους ἐπίπλους εἶχον» Ἀρρ. παρὰ Σουΐδ. 4) = δίοπος, Ἁρποκρ. ἐν λ. διοπεύων. ΙΙ. περὶ τοῦ ἐπίπλοα, τά, ἴδε ἔπιπλα ἐν τέλει.
Greek Monotonic
ἐπίπλοος: ὁ (ἐπί), υμένας που καλύπτει τα εντόσθια, μπόλια, Λατ. omentum, σε Ηρόδ.
• ἐπίπλοος: συνηρ. ἐπίπλους, ὁ (ἐπιπλέω),·
I. αυτός που πλέει εναντίον, αυτός που συντρίβει, που νικά σε κάτι, σε Θουκ., Ξεν.
II. λέγεται για φίλους, πλεύση προς, πλησίασμα, προσέγγιση, σε Θουκ.
Middle Liddell
ἐπίπλοος, ὁ, [ἐπί]
the membrane enclosing the entrails, the caul, Lat. omentum, Hdt.
2 ἐπιπλέω
I. a sailing against, bearing down upon, Thuc., Xen.
II. of friends, a sailing towards, approach, Thuc.