προσποιητός
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
English (LSJ)
όν, or ή, όν Demarat. ap. Plu.2.309d, or προσποίητος:—A taken to oneself, assumed, affected, pretended, ἐραστής Pl.Ly.222a; ἔχθραι D.58.39; ἡ π. καλοκἀγαθία Din.3.18; φιλανθρωπία Arist.VV1251b3; φυγή Demarat. l.c. Adv. -ητῶς or -ήτως, opp. τῷ ὄντι, Pl.Tht.174d, cf. D.C.44.47, etc.: neut. pl. προσποιητά as adverb, Babr.103.5, 106.17. 2 to be adopted, Stoic.1.57.
German (Pape)
[Seite 778] od. προσποίητος, angenommen, erheuchelt, nachgeahmt; Gegensatz γνήσιος, Plat. Lys. 222 a; οὐ προσποιήτως, ἀλλὰ τῷ ὄντι γελῶν, Theaet. 1744; Dem. u. Sp., wie D. Hal. 6, 70; – υἱός, ein angenommener, adoptirter Sohn.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
simulé ; adv. • προσποιητά, par feinte.
Étymologie: προσποιέω.
Russian (Dvoretsky)
προσποιητός: и προσποίητος 2 притворный, деланный, напускной (ἐραστής Plat.; ὀργή Arst.; ἔχθραι Dem.; φυγή Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
προσποιητός: -όν, ἢ ή, όν, ἢ προσποίητος, ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 493· - ὁ κατὰ προσποίησιν, οὐχὶ ἀληθής, ψευδής, ὑποκριτικός, ἐραστὴς Πλάτ. Λῦσ. 222Α· ἔχθραι Δημ. 1334 ἐν τέλ.· ἡ πρ. καλοκαγαθία Δείναρχ. 110. 34· φιλανθρωπία Ἀριστ. π. Ἀρετ. καὶ Κακ. 7, 2· φυγὴ Στοβ. τ. 39. 52. - Ἐπίρρ. -τῶς ἢ -τως, ἀντίθετον τῷ τῷ ὄντι, Πλάτ. Θεαίτ. 174D, Δίων Κ. 44. 47, κτλ.· ὡσαύτως προσποιητὰ ὡς ἐπίρρ., Βάβρ. 103. 5., 106. 17.
Greek Monolingual
-ή, -ό / προσποιητός, -ή, -όν, ΝΜΑ, θηλ. και -ός, και προσποίητος, -ον, Α προσποιοῦμαι
1. αυτός που γίνεται κατά προσποίηση, ψεύτικος, πλαστός, επίπλαστος, επιτηδευμένος, υποκριτικός (α. «προσποιητό χαμόγελο» β. «προσποίητος φιλανθρωπία», Αριστοτ.)
μσν.
(το αρσ. εν. ως ουσ.) ὁ προσποιητός
διεκδικητής
αρχ.
1. εκείνος τον οποίο πρέπει να υιοθετήσει κανείς
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ προσποιητός
ο υποκριτής.
επίρρ...
προσποιητώς / προσποιητῶς ΝΜΑ, και προσποιητά Ν
με υποκριτικό τρόπο, με προσποίηση, επιτηδευμένα.
Greek Monotonic
προσποιητός: -όν και -ή, -όν, ψεύτικος, προσποιητός, υποκριτικός, σε Δημ.· επίρρ. -τῶς ή -τως, αντίθ. προς τῷ ὄντι, σε Πλάτ.· επίσης προσποιητά, ως επίρρ., σε Βάβρ.
Middle Liddell
προσποιητός, όν
taken to oneself, assumed, affected, pretended, Dem.:—adv. -τῶς or -τως, opp. to τῷ ὄντι, Plat.; also προσποιητά as adv., Babr.
Mantoulidis Etymological
(=ψεύτικος). Ἀπό τό προσποιῶ (=ὑποκρίνομαι) → πρός + ποιέω -ῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.