εἰσπέμπω
εἰ μὴ προσέθηκα καὶ κατεσιώπησα ψυχήν μου, ὡς τὸ ἀπογεγαλακτισμένος ἐπὶ μητέρα αὐτοῦ → surely I have calmed and quieted my soul like a weaned child on its mother's shoulder
English (LSJ)
send in, σύ μ' ἐσπέμπεις δόμους E.HF850, cf. Th.4.16; γράμματα πρὸς βασιλέα Id.1.137; suborn agents, S.OT705, And.2.4; ῥήτορας send them into court, instruct them, Pl.Euthd.305b; τῷ μὴ καλῷ θάρρει τὸν κάλλιστον φόβον pit against.., Id.Lg.671d.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἐσ- Hdt.1.100, E.HF 850, Th.4.16, Paus.7.12.7, App.Hisp.60
• Morfología: [impf. iter. ἐσπέμπεσκον Hdt.1.100]
I 1c. ac. de pers. o cosa enviar, hacer llegar c. adv., giro prep. o ac. de direcc. o finalidad τάς τε δίκας γράφοντες ἔσω παρ' ἐκεῖνον ἐσπέμπεσκον Hdt.l.c., τρίτην δὲ ἀγγελίην ... παρ' αὐτήν Hdt.3.69, γράμματα πρὸς βασιλέα Th.1.137, τὸν Δᾶον ... πρὸς τὴν μητέρα Men.Pc.542, εἰς τὸν Ἑλλήσποντον ... ἕτερον στρατηγόν D.8.28, εἰς τὴν Διμάλην ... φρουράν Plb.3.18.1, cf. 5.73.6, D.S.40.5, Aristid.Or.26.52, Iul.Or.5.275c, D.C.Epit.9.21.2, τινας τῶν πονηρῶν ... εἰς τὸν τῶν ἀσεβῶν χῶρον Luc.Luct.8, cf. Hld.9.13.1, τοὺς ναύτας ... εἰς τὴν τάξιν πρὸς τὴν συνήθη πρᾶξιν PFlor.293.16 (VI d.C.), c. ac. de direcc. οὗ σύ μ' ἐσπέμπεις δόμους E.HF 850, Ἄργος ἐσπέμψων δέμας E.IT 1440
•c. dat. compl. indir. τοῖς δὲ ἔνδον ... τὰ δέοντα LXX 2Ma.13.20, αὐτοῖς ... ἀγορὰν εἰσπέμψαι enviar a éstos provisiones D.S.17.8, cf. Paus.l.c.
•abs. enviar adentro, enviar a un recinto, como el de una ciudad sitiada o amurallada ἐσπέμπων κήρυκα Hdt.6.133, cf. Th.4.16, Isoc.14.19, D.6.15, Ph.Mech.102.30, τῶν πιστῶν ἄνδρα εἰσπέμψαι σκεψόμενον τὰ ἔνδον X.HG 4.4.8, cf. Isoc.17.51, μάντιν ... κακοῦργον al palacio, S.OT 705, χαλκοῦς ... ὡς ἀργύριον εἰσέπεμψε envió monedas de bronce como si fueran plata el novio a casa de la novia, Plu.Cic.29, τοὺς ἰατρούς D.H.1.78, φίλου ῥίνην εἰσπέμψαντος Polyaen.6.49, μετὰ ξιφῶν τινας ἐσπέμψας App.l.c., en v. pas. ἡνίκ' εἰσεπεμπόμην E.Ba.610, cf. Charito 3.3.3, ἡ δ' (ἠσθής) οὐδ' ἂν εἰσπεμφθῆναί μοι δοκεῖ Ph.2.45, εἰσπέμπεται δὲ διὰ παιδίου μικροῦ τὸ ἐγχειρίδιον Plu.Cat.Mi.70, c. un pred. del suj. ὡς αὐτὸς εἰσπεμφθείη ... ὡς πρεσβευτής I.BI 4.219
•táct., part. pas. subst. τὰ εἰσπεμπόμενα Aen.Tact.31.24.
2 jur. enviar a los tribunales para litigar o denunciar (τοὺς ἀγωνίσασθαι δεινούς) Pl.Euthd.305b, εἰς τὴν βουλὴν ... Θεόκριτον Lys.13.19.
3 sólo c. ac. de cosa introducir, meter (θρυαλλίδα) εἰς τὸ νεώριον Ar.Ach.921, en el cuerpo τροφάς Hp.Flat.7, en el oído μιμήματα ... γεγοητευμένα D.Chr.12.71, ἐν τῷ λεγομένῳ κενῷ μορφάς Plot.3.6.7, en v. med. mismo sent. στόμα ... δι' οὗ ὧν ἐπιθυμεῖ τὰ ζῷα εἰσπέμπεται X.Mem.1.4.6
•fig. c. dat. de pers. ἵμερον ... ἐδητύος ἀνθρώποισιν Orph.L.723.
4 agr. sembrar en v. pas. σπορὰ εἰσπέμπεται Lib.Or.52.14.5.
II sent. neg. lanzar contra, c. ac. y dat. de abstr. oponer, enfrentar (νόμους) τῷ μὴ καλῷ θάρρει τὸν κάλλιστον ... φόβον εἰσπέμπειν οἵους τ' εἶναι (leyes) que sean capaces de oponer el más bello temor frente al impúdico descaro Pl.Lg.671d.
German (Pape)
[Seite 745] hineinschicken, einlassen; Soph. O. R. 705; δόμους Eur. Herc. Fur. 850; Thuc. 4, 16; Plat. Euthyd. 305 b; φόβον Legg. II, 671 d.
French (Bailly abrégé)
anc. att. ἐσπέμπω;
1 envoyer dans, introduire dans;
2 envoyer vers;
3 envoyer contre ; suborner;
Moy. εἰσπέμπομαι introduire pour soi.
Étymologie: εἰς, πέμπω.
Russian (Dvoretsky)
εἰσπέμπω: староатт. ἐσπέμπω
1 посылать (τινὰ δόμους τινός Eur.; δύο κοτύλας οἴνου τινί Thuc.; πρέσβεις εἰς τὰς Συρακούσας Plut.);
2 (коварно), подсылать (μάντιν κακοῦργον Soph.);
3 med. принимать (внутрь) (διὰ τοῦ στόματός τι Xen.);
4 противопоставлять (τῷ μὴ καλῷ θάρρει τὸν κάλλιστον φόβον Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
εἰσπέμπω: πέμπω εἰς..., ἀνὴρ ὅδ’ οὐκ ἄσημος... οὗ γέ μ’ εἰσπέμπεις δόμους, εἰς οὗ τοὺς δόμους πέμπεις με, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 850· ἐσπέμπει (ὁ Θεμιστοκλῆς) γράμματα ὡς τὸν βασιλέα Ἀρταξέρξην Θουκ. 1. 137· πέμπω τινὰ παρ’ ἐμοῦ, παρουσιάζω τινά, μάντιν μὲν οὖν κακοῦργον εἰσπέμψας Σοφ. Ο. Τ. 705, Ἀνδοκ. 20. 16· ῥήτορας εἰσπ., στέλλω αὐτοὺς εἰς τὸ δικαστήριον, δίδω εἰς αὐτοὺς ὁδηγίας, Πλάτ. Εὐθύδ. 305Β, πρβλ. Νόμ. 671D.
Greek Monolingual
εἰσπέμπω και ἐσπέμπω (Α)
1. στέλνω μέσα ή κάπου
2. στέλνω κάποιον σε κάποιον άλλο εκ μέρους μου
3. (για ρήτορες) στέλνω στο δικαστήριο, δίνω οδηγίες.
Greek Monotonic
εἰσπέμπω: μέλ. -ψω, παραδίδω, στέλνω, εισφέρω, αφήνω κάποιον να μπει, επιτρέπω, σε Ευρ., Θουκ.· υποκινώ ή δωροδοκώ, εξαγοράζω, διαφθείρω όργανα, φορείς, παράγοντες, σε Σοφ.
Middle Liddell
fut. ψω
to send in, bring in, let in, Eur., Thuc.: to prompt or suborn agents, Soph.