ἐμβασιλεύω
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
to be king in or among, c. dat., πόλεσι Od.15.413; Μολοσσίᾳ Pi.N.7.38; ἀνδράσιν A.R.1.173; οὐρανῷ Hes.Th.71, etc.; τοῖς ἀνθρώποις Iamb.Protr.20; ὅθ' ἄρ' Ἄδρηστος πρῶτ' ἐμβασίλευεν Il. 2.572: c. gen., πάντων Theoc.17.85.
Spanish (DGE)
1 intr. reinar, ser rey ὅθ' ἄρ' Ἄδρηστος πρῶτ' ἐμβασίλευεν Il.2.572, cf. Theoc.16.100, Q.S.13.531, c. dat. de lugar τῇσιν (πόλεσι) Od.15.413, cf. Hes.Fr.23a.36, 129.10, Μολοσσίᾳ Pi.N.7.38, c. suj. de dioses οὐρανῷ Hes.Th.71, Op.111, ἁλὸς πόρῳ de Posidón, Opp.H.1.73, ἐν οὐρανῷ ἀγλαόεντι Cod.Vis.Laud.2, c. dat. de pers. ἀνδράσιν A.R.1.173, cf. 798, 2.358, Iambl.Protr.20 (p.127), c. gen. πάντων Theoc.17.85, cf. Orph.H.79.5, abs. οὐρανίη ὅταν ἡ χάρις ἐμβασιλεύσῃ Orac.Sib.8.195.
2 tr. reinar sobre, ser emperador de Αὔσονας SEG 47.1749.17 (Frigia, imper.).
German (Pape)
[Seite 805] darin, darüber König sein, herrschen; πόλεσι Od. 15, 412; ὅθι Il. 2, 572; Μολοσσίᾳ Pind. N. 7, 38; οὐρανῷ Hes. Th. 71; sp. D.; ἀνδράσιν Ap. Rh. 1, 173; πάντων Theocr. 17, 85.
French (Bailly abrégé)
régner dans ou sur, dat. du pays ou gén. de pers..
Étymologie: ἐν, βασιλεύω.
Russian (Dvoretsky)
ἐμβᾰσιλεύω: (где-л. или над чем-л.) царствовать (πόλεσι Hom.; Μολοσσίᾳ Pind.; οὐρανῷ Hes.; τῶν πάντων Theocr.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐμβασιλεύω: βασιλεύω ἐν τόπῳ τινί, μετὰ δοτ., τῇσιν (ταῖς πόλεσιν) ἐμβασίλευε Ὀδ. Ο. 413· οὐρανῷ Ἡσ. Θ. 71, κτλ.· ὅθ᾿... Ἄδρηστος πρῶτ᾿ ἐμβασίλευεν Ἰλ. Β. 572: μετὰ γεν., πάντων Θεόκρ. 17. 85.
English (Autenrieth)
be king in, rule therein, Il. 2.572 and Od. 15.413.
English (Slater)
ἐμβᾰςῐλεύω reign over c. dat. Μολοσσίᾳ δ' ἐμβασίλευεν ὀλίγον χρόνον (sc. Νεοπτόλεμος) (N. 7.38)
Greek Monolingual
ἐμβασιλεύω (AM)
βασιλεύω («ὅθ' Ἄδρηστος πρῶτ' ἐμβασίλευε»).
Greek Monotonic
ἐμβᾰσῐλεύω: μέλ. -σω (ἐν), βασιλεύω σε έναν τόπο ή είμαι βασιλιάς μεταξύ άλλων βασιλέων, με δοτ., σε Όμηρ.