ἀντιστρατεύομαι
ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis
English (LSJ)
take the field, make war against, τινί X.Cyr.8.8.26:—later in Act., D.S.22.15, J.AJ2.10.1 (abs.): metaph., Ἔρωτες ἀ. τοῖς ὑπερηφανοῦσι Aristaenet.2.1.
French (Bailly abrégé)
faire une expédition contre, combattre contre;
Moy. m. sign.
Étymologie: ἀντί, στρατεύω.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιστρᾰτεύομαι: выступать в поход, идти войной (τινι Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιστρᾰτεύομαι: ἀποθ., ἐκστρατεύω ἐναντίον τινός, κινῶ πόλεμον, τινὶ Ξεν. Κύρ. 8. 8, 26: - οὕτω καὶ ἐν τῷ ἐνεργ. Διοδ, Ἐκλογ. 499. 22· μεταφ., Ἀρισταίν. 2.1 .
English (Strong)
from ἀντί and στρατεύομαι; (figuratively) to attack, i.e. (by implication) destroy: war against.
English (Thayer)
1. to make a military expedition, or take the field, against anyone: Xenophon, Cyril 8,8, 26.
2. to oppose, war against: τίνι, Aristaenet. 2,1, 13.)
Greek Monolingual
(Α ἀντιστρατεύομαι κ. -εύω)
εναντιώνομαι, αντιτίθεμαι
νεοελλ.
αντίκειμαι, αντιβαίνω σε κάτι
αρχ.
1. εκστρατεύω, κάνω πόλεμο εναντίον κάποιου
2. εκστρατεύω κι εγώ.
Greek Monotonic
ἀντιστρᾰτεύομαι: μέλ. -σομαι, αποθ., διεξάγω πόλεμο εναντίον κάποιου, τινι, σε Ξεν.
Middle Liddell
Dep. to make war against, τινι Xen.
Chinese
原文音譯:¢ntistrateÚomai 安提-士特拉跳哦買
詞類次數:動詞(1)
原文字根:交換-戰爭
字義溯源:攻擊,打仗,交戰;由(ἀντί)*=相對)與(στρατεύομαι)=服兵役)組成;其中 (στρατεύομαι)出自(στρατιά)=類似營房,軍隊),而 (στρατιά)出自(στρατόπεδον)X*=軍隊)
出現次數:總共(1);羅(1)
譯字彙編:
1) 交戰(1) 羅7:23