πολύκροτος

From LSJ
Revision as of 16:00, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")

Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this liferather, it is just a corpse with a soul

Sophocles, Antigone, 1165-7
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύκροτος Medium diacritics: πολύκροτος Low diacritics: πολύκροτος Capitals: ΠΟΛΥΚΡΟΤΟΣ
Transliteration A: polýkrotos Transliteration B: polykrotos Transliteration C: polykrotos Beta Code: polu/krotos

English (LSJ)

ον, also η, ον (v. infr.), A ringing loud or clearly, h.Pan.37; χελωνίς Posidon.10 J. II sly, cunning, wily, v.l. in Od.1.1, cf. Hes.Fr.94.22, Anacr.90.2 (fem. πολυκρότῃ).

German (Pape)

[Seite 665] viel od. sehr lärmend, hell tönend, singend, H. h. 18, 37; χελωνίς, Ath. XII, 527 f; auch ἡ πολυκρότη im fem., Anacr. bei Ath. X, 447 a; ναῦς, mit vielen Rudern (vgl. δίκροτος). – Nach Schol. Ar. Nubb. 259 lasen einige Alte so für πολύτροπος Od. 1, 1 und erklärten »durchtrieben«, »verschlagen«.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 très sonore, retentissant;
2 qui agite ou fait résonner (ses castagnettes) en secousses multipliées, à coups pressés.
Étymologie: πολύς, κροτέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύκροτος -ον [πολύς, κρότος] hard rammelend.

Russian (Dvoretsky)

πολύκροτος: и 3
1 многошумный, шумливый (Πάν HH);
2 многовесельный (sc. ναῦς Anacr.).

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύκροτος, -ον, ΝΜΑ, και θηλ. τ. πολυκρότη, Α
νεοελλ.
1. αυτός που εμφανίζει πολυκροτισμό
2. αυτός που έχει προκαλέσει πολύ θόρυβο, που έχει συζητηθεί πολύ, περιβόητος, διαβόητος (α. «πολύκροτη δίκη» β. «πολύκροτο σκάνδαλο»)
3. το ουδ. ως ουσ. το πολύκροτο
παλαιότερη λόγια ονομασία του περιστρόφου και του πιστολιού
μσν.-αρχ.
αυτός που προξενεί δυνατό κρότο, που ηχεί δυνατά
αρχ.
1. πολύτροπος, δόλιος, κατεργάρης
2. (για πλοίο) με πολλά κουπιά, με πολλές σειρές κουπιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + κρότος (πρβλ. λιγύκροτος)].

Greek Monotonic

πολύκροτος: -ον και -η, -ον, αυτός που ηχεί δυνατά, σε Ομηρ. Ύμν.

Greek (Liddell-Scott)

πολύκροτος: -ον, ὡσαύτως η, ον, (ἴδε κατωτ.): ― Ὁ ἰσχυρῶς ἢ καθαρῶς ἠχῶν, Ὕμν. Ὁμ. 18. 37· χελωνὶς Ποσειδώνιος παρ’ Ἀθην. 527F. ΙΙ. ὁ ἔχων πολλὰς κώπας, ἐπὶ πλοίου, Ἀνακρ. 90. 2 (ἔνθα εὕρηται τὸ θηλ. πολυκρότῃ)· πρβλ. δίκροτος. ΙΙΙ. πανοῦργος, διάφ. γραφ. ἐν Ὀδ. Α. 1.

Middle Liddell

πολύ-κροτος, ον,
loud-ringing, Hhymn.

Mantoulidis Etymological

(=πού κάνει δυνατό θόρυβο). Ἀπό τό πολύς + κροτέω -ῶ πού παράγεται ἀπό τό οὐσ. κρότος, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη πολύς.