ἐπίδικος
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
English (LSJ)
ἐπίδικον,
A disputed at law, liable to be made the subject of a process at law (cf. ἀνεπίδικος), ἐ. τινί ἐστιν ὁ κλῆρος Is.3.3,43, cf. 11.10; μὴ ἐ. εἶναι τὸν κλῆρον D.44.46. Adv. ἐπιδίκως, ἀνυέσθω Petos. ap. Vett.Val.128.27.
II. Subst. ἐπίδικος, ἡ, an heiress for whose hand her next of kin are claimants at law, Is.3.64; ἐ. τινα καταλιπεῖν ib.73.
2. generally, subject to a judicial decision, δίδωμι ἐμαυτὸν ἐπίδικον τοῖς δημόταις I commit myself to the people's decision, D.H.7.58 codd.; disputed, of territory, πρός τινας Plu.Cleom.4; ἐ. νίκη a disputed victory, Id.Fab.3.
German (Pape)
[Seite 938] worauf man ein Recht hat, vor Gericht Ansprüche machen kann, bes. von Erbschaften u. Erbtöchtern; ὁ κλῆρος Is. 2, 2 u. oft; ἐπιδίκου ὄντος τοῦ κλήρου Dem. 43, 69; vgl. ἡ ἐπίδικος, nach B. A. 256 ἡ ἐπὶ παντὶ τῷ κλήρῳ καταλελειμμένη ὀρφανή, μὴ ὄντος αὐτῇ ἀδελφοῦ, eine Erbinn, um welche die nächsten Verwandten vor Gericht streiten, wer den nächsten Anspruch auf ihre Hand u. ihr Vermögen hat, Dem. u. Is. öfter. – Uebh. bestritten, νίκη, νίκημα, ein streitiger Sieg, Plut. Fab. 3; de Herod. malign. 17; δίδωμι ἐμαυτὸν ἐπίδικον δημόταις, ich übergebe mich dem Richterspruche der Bürger, D. Hal. 7, 58.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
réclamé ou contesté en justice ; fig. ἐπίδικος νίκη PLUT victoire contestée, que chaque parti réclame pour soi.
Étymologie: ἐπί, δίκη.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίδῐκος:
1 юр. требуемый по суду, являющийся предметом судебного спора (κλῆρος Isae., Dem.);
2 спорный, оспариваемый (νίκη Plut.).
II ἡ юр. наследница (на руку и на имущественные права которой заявлена судебная претензия) Isae., Dem.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίδῐκος: ον (δίκη) ἀμφισβητούμενος ἐνώπιον τοῦ νόμου, δυνάμενος νὰ εἶναι ὡς ὑπόθεσις δίκης (πρβλ. ἀνεπίδικος), ἐπ. ἐστι ὁ κλῆρος Ἰσαῖος 38. 12, πρβλ.42. 17., 84. 24:― ἐπίδικος, ἡ, κληρονόμος, ἣν οἱ πλησιέστατοι τῶν συγγενῶν ἀπαιτοῦσιν εἰς γάμον, ὁ αὐτ. 44. 25 κἑξ.· ἐπ. ἐπὶ ἅπαντι τῷ κλήρῳ ὁ αὐτ. 45. 23· πρβλ. ἐπίκληρος. 2) καθόλου, ὑποκείμενος εἰς δικαστικὴν ἀπόφασιν, δίδωμι ἐμαυτὸν ἐπίδικον τοῖς δημόταις, παραδίδω ἐμαυτὸν εἰς τὴν ἀπόφασιν τοῦ λαοῦ, Διον. Ἁλ. 7. 58· διαφιλονικούμενος, πρός τινα Πλουτ. Κλεομέν. 4· ἐπ. νίκη, ἀμφισβητούμενη νίκη, ὁ αὐτ. ἐν Φαβ. 3.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἐπίδικος, -ον)
αυτός που βρίσκεται ακόμη στην κρίση του δικαστηρίου, που δεν έχει ξεκαθαριστεί νομικώς («ἐπιδίκου ὄντος τοῦ κλήρου», Δημοσθ.)
νεοελλ.
φρ. «επίδικο πράγμα» — ό,τι έχει καταστεί αντικείμενο δικαστικής διαφοράς
αρχ.
1. διαφιλονικούμενος, αμφισβητούμενος («ἐπίδικος νίκη»)
2. αυτός που υποβάλλεται στην κρίση κάποιου («δίδωμι ἐμαυτὸν ἐπίδικον τοῖς δημόταις», Διον. Αλ.)
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐπίδικος
κληρονόμος για την οποία απαιτείται δικαστική απόφαση για το ποιός από τους πλησιέστερους συγγενείς θα τήν κληρονομήσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δίκη.
Greek Monotonic
ἐπίδῐκος: -ον (δίκη),
1. αυτός που αμφισβητείται ενώπιον του νόμου· ἐπίδικος, ἡ, κληρονόμος, η οποία ζητείται σε γάμο από τον πλησιέστερο συγγενή της, σε Ρήτ.
2. γενικά, αμφισβητούμενος, διαφιλονικούμενος, σε Πλούτ.
Middle Liddell
ἐπί-δῐκος, ον δίκη
1. disputed at law:— ἐπίδικος, an heiress, whose hand is claimed by her next of kin, Oratt.
2. generally, disputed, Plut.