παννυχίζω
English (LSJ)
(παννυχίς)
A celebrate a night-festival, keep vigil, Sapph.Supp.17.3, etc.; τῇ θεᾷ Ar.Ra.448; π. περὶ τὰ ἀγάλματα Timae.127; π. ἑορτήν Hdn.1.17.6, etc.:—Med., Luc.DMeretr.14.1.
II generally, do anything the livelong night, φλὸξ συνεχὲς π. it lasts all night long, Pi.I.4(3).65; παννυχίζων all night long, Ar.Fr.695 (lyr.): c. acc., π. τὴν νύκτα spend the livelong night, Id.Nu.1069.
German (Pape)
[Seite 460] die ganze Nacht durch Etwas thun; φλὸξ παννυχίζει, Pind. I. 3, 83, die Flamme brennt die ganze Nacht; Ar. οὐδ' ἡδὺς ἐν τοῖς στρώμασιν τὴν νύκτα παννυχίζειν, Nubb. 1079; bes. eine Nachtfeier halten, οὗ παννυχίζουσιν θεᾷ, Ran. 447; περὶ τὰ ἀγάλματα, Timaeus bei Ath. VI, 250 a; Sp., καὶ ἑορτάζω vrbdt Hdn. 4, 9, 1. – Med., Luc. D. Mer. 14, 1.
French (Bailly abrégé)
célébrer une fête de nuit ; veiller toute la nuit.
Étymologie: παννυχίς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παννυχίζω [παννυχίς] Aeol. inf. παννυχίσδην, de hele nacht doorbrengen:; οὐδ’ ἡδὺς ἐν τοῖς στρώμασιν τὴν νύκτα παννυχίζειν het was geen pretje om met hem (Peleus) een hele nacht tussen de lakens door te brengen Aristoph. Nub. 1069; een nachtelijk festival vieren:. παννυχίζουσιν θεᾷ zij vieren de hele nacht feest voor de godin Aristoph. Ran. 448.
Russian (Dvoretsky)
παννυχίζω: (тж. τὴν νύκτα π. Arph.) проводить всю ночь без сна: π. τῇ θεᾷ Arph. совершать ночное богослужение богине; φλὸξ παννυχίζει Pind. огонь горит всю ночь.
English (Slater)
παννυχίζω play all night long τοῖσιν δὲ δυθμαῖσιν αὐγᾶν φλὸξ ἀνατελλομένα συνεχὲς παννυχίζει (I. 4.65)
Greek Monolingual
Α παννυχίς
1. (ενεργ. και μέσ.) αγρυπνώ σε εορτή καθ' όλη τη διάρκεια της νύχτας, τελώ αγρυπνία από την εσπέρα της προηγούμενης ημέρας
2. κάνω κάτι καθ' όλη τη διάρκεια της νύχτας, αγρυπνώ, ξενυχτώ, κρατώ όλη τη νύχτα («φλὸξ συνεχὲς παννυχίζουσα», Πίνδ.).
Greek Monotonic
παννῡχίζω: μέλ. -σω (παννυχίς)·
I. γιορτάζω νυχτερινή γιορτή, ξενυχτώ, κρατώ αγρυπνία προς τιμήν κάποιου, τῇ θεᾷ, σε Αριστοφ.
II. γενικά, κάνω οτιδήποτε κατά τη διάρκεια της νύχτας, φλὸξ συνεχὲς παννυχίζει, διαρκεί ολόκληρη τη νύχτα, σε Πίνδ.· με αιτ., παννυχίζω τὴν νύκτα, περνώ τη νύχτα, διανυκτερεύω, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
παννῠχίζω: (παννυχίς) ἑορτάζω νυκτερινὴν ἑορτήν, ἀγρυπνῶ δι’ ὅλης τῆς νυκτός, οὗ παννυχίζουσιν θεᾷ Ἀριστοφ., Βάτρ. 445, πρβλ. Τίμαι, παρ’ Ἀθην. 250Α· π. ἑορτὴν Ἡρῳδιαν. 1. 17, κλ.· - ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Λουκ. Ἐταιρ. Διάλ. 14. 1. ΙΙ. καθόλου πράττω ὁ,τιδήποτε δι’ ὅλης τῆς νυκτός, φλὸξ συνεχὲς π., διατηρεῖται ὅλην τὴν νύκτα, Πινδ. Ι. 4. 110 (3. 83)· παννυχίζων, δι’ ὅλης τῆς νυκτός, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 116· μετ’ αἰτιατ., π. τὴν νύκτα, δαπανῶ ὅλην τὴν μακρὰν νύκτα, ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 1069.
Middle Liddell
παννῠχίζω, fut. -σω παννυχίς
I. to celebrate a night festival, keep vigil, τῇ θεᾷ Ar.
II. generally, to do anything the livelong night, φλὸξ συνεχὲς π. it lasts all night long, Pind.; c. acc., π. τὴν νύκτα to spend the livelong night, Ar.