προβατικός

From LSJ
Revision as of 10:34, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προβᾰτικός Medium diacritics: προβατικός Low diacritics: προβατικός Capitals: ΠΡΟΒΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: probatikós Transliteration B: probatikos Transliteration C: provatikos Beta Code: probatiko/s

English (LSJ)

προβατική, προβατικόν, of sheep or goats, π. χορός a chorus of goats, as in the Αἶγες of Eupolis, Eust.1063.44; ἡ π. πύλη the sheep-gate, LXX Ne.3.1; without πύλη, Ev.Jo.5.2 (nisi leg. π. κολυμβήθρα); χόρτος π. PGoodsp.Cair.30 xxxiv 6 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 711] zum Vieh, bes. zum kleinen Vieh, zu den Schafen gehörig, Sp.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne les moutons, et p. ext. les chèvres.
Étymologie: πρόβατον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προβατικός -ή -όν [πρόβατον] schaaps-:. ἡ πύλη ἡ π. de Schaapspoort NT Io. 5.2.

Russian (Dvoretsky)

προβᾰτικός: овечий: ἡ προβατική (sc. πύλη) NT Овечьи ворота (в Иерусалиме).

English (Strong)

from πρόβατον; relating to sheep, i.e. (a gate) through which they were led into Jerusalem: sheep (market).

English (Thayer)

(προβάτιον) προβατιου, τό (diminutive of the following word), a little sheep: John 21:(16 T Tr marginal reading WH text), 17 T Tr WH text (Hippocrates, Aristophanes, Plato.)

Greek Monolingual

-ή, -ό / προβατικός, -ή, -όν, ΝΜΑ πρόβατον
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα πρόβατα ή στους τράγους, ο προβάτειος
2. φρ. «προβατική πύλη»
εκκλ. πύλη στα Ιεροσόλυμα από την οποία περνούσαν τα πρόβατα που επρόκειτο να θυσιαστούν
μσν.-αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. ἡ προβατική
εκκλ. τόπος βοσκής τών προβάτων ως τόπος γέννησης της Παρθένου Μαρίας
2. φρ. «προβατικὸς χορός» — χορός αιγών στο έργο Αἶγες του Ευπόλιδος
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ προβατικόν
φόρος που κατέβαλλαν οι ποιμένες, οι ιδιοικτήτες προβάτων.
επίρρ...
προβατικῶς Α
κατά τον τρόπο του προβάτου.

Greek Monotonic

προβᾰτικός: -ή, -όν (πρόβᾰτον), αυτός που ανήκει σε πρόβατα ή τράγους· ἡ προβατική (ενν. πύλη), πύλη προβάτων, σε Καινή Διαθήκη

Greek (Liddell-Scott)

προβᾰτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς πρόβατα ἢ τράγους, χορὸς πρ., χορὸς αἰγῶν ὡς ἐν ταῖς «Αἰξὶ» τοῦ Εὐπόλιδος κωμῳδίᾳ, Meineke εἰς Κωμικ. Ἀποσπ. 2. 427· ― ἡ προβατικὴ (ἐξυπακ. πύλη), ἡ τῶν προβάτων πύλη, ἔστιν δὲ ἐν τοῖς Ἱεροσολύμοις ἐπὶ τῇ προβατικῇ κολυμβήθρα... πέντε στοὰς ἔχουσα Εὐαγγ. κ. Ἰω. ε΄, 2.

Middle Liddell

προβᾰτικός, ή, όν [πρόβᾰτον]
of sheep or goats:— ἡ προβατικὴ (sc. πύλἠ the sheep-gate, NTest.

Chinese

原文音譯:probatikÒj 普羅-巴提可士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:以前-步(的)
字義溯源:與羊有關,羊門;源自(προβάτιον / πρόβατον)=向前走的);而 (προβάτιον / πρόβατον)出自(προβαίνω)=向前走),由(πρό)*=前)與(βάσις)=腳步)組成,其中 (βάσις)出自(βαθύς)X*=行走)
出現次數:總共(1);約(1)
譯字彙編
1) 羊門(1) 約5:2