προβατικός

From LSJ

ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προβᾰτικός Medium diacritics: προβατικός Low diacritics: προβατικός Capitals: ΠΡΟΒΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: probatikós Transliteration B: probatikos Transliteration C: provatikos Beta Code: probatiko/s

English (LSJ)

προβατική, προβατικόν, of sheep or goats, π. χορός a chorus of goats, as in the Αἶγες of Eupolis, Eust.1063.44; ἡ π. πύλη the sheep-gate, LXX Ne.3.1; without πύλη, Ev.Jo.5.2 (nisi leg. π. κολυμβήθρα); χόρτος π. PGoodsp.Cair.30 xxxiv 6 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 711] zum Vieh, bes. zum kleinen Vieh, zu den Schafen gehörig, Sp.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne les moutons, et p. ext. les chèvres.
Étymologie: πρόβατον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προβατικός -ή -όν [πρόβατον] schaaps-:. ἡ πύλη ἡ π. de Schaapspoort NT Io. 5.2.

Russian (Dvoretsky)

προβᾰτικός: овечий: ἡ προβατική (sc. πύλη) NT Овечьи ворота (в Иерусалиме).

English (Strong)

from πρόβατον; relating to sheep, i.e. (a gate) through which they were led into Jerusalem: sheep (market).

English (Thayer)

(προβάτιον) προβατιου, τό (diminutive of the following word), a little sheep: John 21:(16 T Tr marginal reading WH text), 17 T Tr WH text (Hippocrates, Aristophanes, Plato.)

Greek Monolingual

-ή, -ό / προβατικός, -ή, -όν, ΝΜΑ πρόβατον
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα πρόβατα ή στους τράγους, ο προβάτειος
2. φρ. «προβατική πύλη»
εκκλ. πύλη στα Ιεροσόλυμα από την οποία περνούσαν τα πρόβατα που επρόκειτο να θυσιαστούν
μσν.-αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. ἡ προβατική
εκκλ. τόπος βοσκής τών προβάτων ως τόπος γέννησης της Παρθένου Μαρίας
2. φρ. «προβατικὸς χορός» — χορός αιγών στο έργο Αἶγες του Ευπόλιδος
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ προβατικόν
φόρος που κατέβαλλαν οι ποιμένες, οι ιδιοικτήτες προβάτων.
επίρρ...
προβατικῶς Α
κατά τον τρόπο του προβάτου.

Greek Monotonic

προβᾰτικός: -ή, -όν (πρόβᾰτον), αυτός που ανήκει σε πρόβατα ή τράγους· ἡ προβατική (ενν. πύλη), πύλη προβάτων, σε Καινή Διαθήκη

Greek (Liddell-Scott)

προβᾰτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς πρόβατα ἢ τράγους, χορὸς πρ., χορὸς αἰγῶν ὡς ἐν ταῖς «Αἰξὶ» τοῦ Εὐπόλιδος κωμῳδίᾳ, Meineke εἰς Κωμικ. Ἀποσπ. 2. 427· ― ἡ προβατικὴ (ἐξυπακ. πύλη), ἡ τῶν προβάτων πύλη, ἔστιν δὲ ἐν τοῖς Ἱεροσολύμοις ἐπὶ τῇ προβατικῇ κολυμβήθρα... πέντε στοὰς ἔχουσα Εὐαγγ. κ. Ἰω. ε΄, 2.

Middle Liddell

προβᾰτικός, ή, όν [πρόβᾰτον]
of sheep or goats:— ἡ προβατικὴ (sc. πύλἠ the sheep-gate, NTest.

Chinese

原文音譯:probatikÒj 普羅-巴提可士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:以前-步(的)
字義溯源:與羊有關,羊門;源自(προβάτιον / πρόβατον)=向前走的);而 (προβάτιον / πρόβατον)出自(προβαίνω)=向前走),由(πρό)*=前)與(βάσις)=腳步)組成,其中 (βάσις)出自(βαθύς)X*=行走)
出現次數:總共(1);約(1)
譯字彙編
1) 羊門(1) 約5:2