στασιωτικός

From LSJ
Revision as of 10:41, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στᾰσιωτικός Medium diacritics: στασιωτικός Low diacritics: στασιωτικός Capitals: ΣΤΑΣΙΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: stasiōtikós Transliteration B: stasiōtikos Transliteration C: stasiotikos Beta Code: stasiwtiko/s

English (LSJ)

στασιωτική, στασιωτικόν, inclined to faction, seditious, κατὰ τὸ σ. Th.4.130; καιροί Id.7.57; λόγοι Id.8.92; -κὸν τὸ μὴ ὁμόφυλον Arist.Pol. 1303a25. Adv. στασιωτικῶς Pl.Phdr.263a, Arist.Pol.1306a38 (v.l. for στασιαστικῶς).

German (Pape)

[Seite 930] zu einer Partei od. Faktion gehörig, aufrührerisch, καιρός Thuc. 7, 57, u. Sp. – Adv., Arist. pol. 5, 6.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
séditieux ; τὸ στασιωτικόν THC caractère d'une sédition.
Étymologie: στασιώτης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στασιωτικός -ή -όν [στασιώτης] conflict of partijstrijd aanwakkerend, partijzuchtig, opruiend:. σ. λόγοι opruiende redevoeringen Thuc. 8.92.4; κατὰ τὸ στασιωτικόν uit partijzucht Thuc. 4.130.3. politiek onrustig, roerig:. στασιωτικοὶ καιροί politiek onrustige tijden Thuc. 5.57.11. geneigd tot twist: adv.. στασιωτικῶς ἔχειν onenigheid hebben Plat. Phaedr. 263a.

Russian (Dvoretsky)

στᾰσιωτικός: мятежный, бунтарский (λόγοι Thuc.).

Greek (Liddell-Scott)

στᾰσιωτικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων κλίσιν ἢ διάθεσιν πρὸς στάσεις, στασιαστικός, κατὰ τὸ στ. Θουκ. 4. 130· καιρὸς 7. 57· λόγοι 8. 92. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἀριστ. Πολιτ. 5. 6, 15.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α στασιώτης
1. αυτός που υποκινεί σε στάση («πολλών και στασιωτικῶν λόγων καὶ ὑποψιῶν προσγενομένων», Θουκ.)
2. αυτός που έχει κλίση ή διάθεση για στάσεις, για εξεγέρσεις («στρασιωτικὸν τὸν μὴ ὁμόφυλον», Αριστοτ.).

Greek Monotonic

στᾰσιωτικός: -ή, -όν, αυτός που παρουσιάζει την ροπή να δημιουργεί φατρίες ή να υποκινεί εξεγέρσεις, επαναστατικός, στασιαστικός, σε Θουκ.

Middle Liddell

στᾰσιωτικός, ή, όν [from στᾰσιώτης]
factious, seditious, Thuc.

English (Woodhouse)

factious, seditious, facticus

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)