ὑπόψαμμος

From LSJ
Revision as of 10:46, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ὥσπερ γὰρ ζώου τῶν ὄψεων ἀφαιρεθεισῶν ἀχρειοῦται τὸ ὅλον, οὕτως ἐξ ἱστορίας ἀναιρεθείσης τῆς ἀληθείας τὸ καταλειπόμενον αὐτῆς ἀνωφελὲς γίνεται διήγημα → for just as a living creature which has lost its eyesight is wholly incapacitated, so if history is stripped of her truth all that is left is but an idle tale | for, just as closed eyes make the rest of an animal useless, what is left from a history blind to the truth is just a pointless tale

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπόψαμμος Medium diacritics: ὑπόψαμμος Low diacritics: υπόψαμμος Capitals: ΥΠΟΨΑΜΜΟΣ
Transliteration A: hypópsammos Transliteration B: hypopsammos Transliteration C: ypopsammos Beta Code: u(po/yammos

English (LSJ)

ὑπόψαμμον, like ὕφαμμος, having sand under or having sand in it, sandy, γῆ ὑποψαμμοτέρη somewhat sandy, Hdt.2.12, cf. Paus.4.36.5; τὸ ἀραιὸν καὶ ὑ. Ephor.65(c) J.; λίμνη X.HG3.2.19; θάλαττα Plu. Pomp.78.

German (Pape)

[Seite 1240] wie ὕφαμμος, unterwärts Sand habend, mit Sand untermischt; λίμνη Xen. Hell. 3, 2,19; compar., Her. 2, 12.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 mêlé de sable;
2 ensablé;
Cp. ὑποψαμμότερος.
Étymologie: ὑπό, ψάμμος.

Russian (Dvoretsky)

ὑπόψαμμος:
1 смешанный с песком, песчаный: γῆ ὑποψαμμοτέρη Her. супесчаная почва;
2 занесенный песком (λίμνη Xen.);
3 изобилующий песчаными мелями, т. е. мелководный (θάλαττα Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόψαμμος: -ον, ὡς τὸ ὕφαμμος, ὁ ἔχων ἄμμον ὑποκάτω, ἀμμώδης, γῆ ὑποψαμμοτέρη, κἄπως ἀμμώδης, Ἡρόδ. 2. 12, πρβλ. Παυσ. 4. 36, 3· τὸ ἀραιὸν καὶ ὑπ. Πλούταρχ. 2. 898Β· λίμνη Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 19· θάλαττα Πλουτ. Πομπ. 78.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. ανάμικτος με άμμο
2. (για λίμνη ή θάλασσα) αυτός που έχει αμμώδη ακτή ή πυθμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ψάμμος «άμμος»].

Greek Monotonic

ὑπόψαμμος: -ον, αυτός που από κάτω του έχει άμμο, γῆ ὑποψαμμοτέρη, κάπως αμμώδης, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

ὑπό-ψαμμος, ον,
having sand under, γῆ ὑποψαμμοτέρη somewhat sandy, Hdt.