εύκολος
Ψυχῆς γὰρ οὐδέν ἐστι τιμιώτερον → Nil reperiri carius vita potest → Kein Gut ist als das Leben wertvoller
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὔκολος, -ον)
1. αυτός που γίνεται ή αποκτάται εύκολα, χωρίς κόπο, ο ευκατόρθωτος («δεν είναι εύκολο πράμα»)
2. (για πρόσ.) αυτός που ικανοποιείται εύκολα, αυτός που δεν έχει πολλές απαιτήσεις, ο καλοκάγαθος, ο καλόβολος (α. «ὁ δ' εὔκολος μὲν ἐνθάδ', εὔκολος δ' ἐκεῖ» — καλόβολος εδώ, καλόβολος κι εκεί, Αριστοφ.
β. «μηδ' εὔκολός ἐστι πολίταις» — φιλικός προς τους πολίτες, Αριστοφ.)
3. (με κακή σημ.) αυτός που ρέπει, που κλίνει εύκολα προς κάτι, ο επιρρεπής («τὸ... φιλαίτιον εὐκολωτέρους ποιεῖ ταῖς ὀργαῖς», Πλούτ.)
4. αυτός που γίνεται εύκολα καταληπτός, ο ευνόητος («αυτό το πρόβλημα είναι πολύ εύκολο»)
μσν.
πρόσφορος, κατάλληλος
αρχ.
1. αυτός που ικανοποιείται, που ευχαριστιέται εύκολα με την τροφή του («τὸ δὲ εὔκολον αὐτοῦ τῆς διαίτης» — η αυτάρκεια, η μετριότητα στο φαγητό, Πλάτ.)
2. έτοιμος, πρόθυμος
3. ασταθής, ευμετάβλητος
4. εύκαμπτος, ευλύγιστος, ευκίνητος («εὔκολος, ὑγρομελής» — για πυρρίχιο στίχο, Πολυδ.)
5. επίθ. του Ερμή στο Μεταπόντιον
6. επίθ. του Ασκληπιού στην Επίδαυρο.
επίρρ...
ευκόλως και εύκολα (ΑΜ εὐκόλως, Μ και εὔκολα)
1. με εύκολο τρόπο, με ευκολία, με ευχέρεια
2. χωρίς προσοχή, χωρίς επιμέλεια, απερίσκεπτα, πρόχειρα
αρχ.
με πραότητα, με ησυχία («εὐθύμως τε καὶ εὐκόλως ζῆν», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Τόσο η αρχαία σύνδεση του β' συνθετικού της λέξεως με το κόλον «τροφή» όσο και η αναγωγή του στη ρίζα kwel- που απαντά στο πέλομαι είναι αμφίβολες (πρβλ. και δύσκολος).
ΠΑΡ. ευκολία, ευκολύνω
αρχ.
ευκολίνη
νεοελλ.
ευκολότητα. (Για τα σύνθ. βλ. λ. ευκολο-)].
Translations
easy
Afrikaans: maklik; Albanian: i lehtë; Amharic: ቀላል; Arabic: سَهْل; Egyptian Arabic: سهل; Aragonese: fázil; Armenian: հեշտ; Aromanian: lishor, licshor, ljiushor; Assamese: সহজ; Asturian: fácil; Azerbaijani: asan, rahat, qolay; Bashkir: еңел; Basque: erraz; Belarusian: лёгкі; Bengali: সহজ, সহল; Breton: aes; Brunei Malay: sanang; Bulgarian: лесен; Burmese: လွယ်; Catalan: fàcil; Cebuano: sayon; Chechen: аьтта; Chinese Cantonese: 容易, 易; Mandarin: 容易, 簡單, 简单; Chukchi: мыркуԓьын; Chuvash: ҫӑмӑл; Czech: snadný, jednoduchý, lehký; Danish: let, nem; Dutch: makkelijk, gemakkelijk; East Central German: aafach; Esperanto: facila; Estonian: kerge, lihtne; Finnish: helppo; French: facile, simple, fastoche, aisé; Galician: doado, fácil, azoso; Georgian: ადვილი, მარტივი, იოლი; German: leicht, einfach; Gothic: *𐌰𐌶𐌴𐍄𐍃; Greek: εύκολος; Ancient Greek: ῥᾴδιος, εὐπετής, εὔκολος; Gujarati: સરળ; Haitian Creole: fasil; Hebrew: קַל, פָּשׁוּט; Hindi: सरल, आसान, सुलभ; Hungarian: könnyű; Icelandic: einfaldur, léttur, auðvelt; Ido: facila; Indonesian: mudah, gampang; Interlingua: facile; Irish: furasta, éasca, áiseach; Italian: facile; Japanese: 簡単な, 易しい, 容易な, 容易い, 易い; Kazakh: оңай, жеңіл; Khmer: មានភាពងាយស្រួល, ងាយ, ស្រួល; Korean: 쉬운, 쉽다, 용이하다, 간단하다; Kurdish Northern Kurdish: hêsan; Kyrgyz: жеңил, оңой; Lao: ງ່າຍ; Latin: facilis; Latvian: viegls; Lithuanian: lengvas; Macedonian: лесен; Malay: mudah; Maltese: faċli; Maori: māmā, ngāwari, waingōhia, mārū; Marathi: सुलभ; Mingrelian: ანდვილი; Mongolian: хөнгөн, хялбар; Norwegian: lett, enkel; Occitan: aisit, facil; Old English: īeþe; Oromo: salpha; Ottoman Turkish: قولای; Persian: آسان, راحت; Polish: łatwy, lekki, prosty; Portuguese: fácil; Punjabi: ਅਸਾਨ; Quechua: jasa; Romanian: ușor; Russian: лёгкий, простой; Sanskrit: सुलभ, सरल, लघु; Scottish Gaelic: soirbh, furasda; Serbo-Croatian Cyrillic: лак; Roman: lak; Sinhalese: ලේසි; Slovak: jednoduchý, ľahký; Slovene: lahek; Sorbian Lower Sorbian: lažki; Upper Sorbian: lochki; Southern Altai: јеҥил; Spanish: fácil; Sranan Tongo: makriki, kumakriki; Swahili: rahisi; Swedish: lätt; Sylheti: ꠀꠍꠣꠘ; Tagalog: madaling, madali; Tajik: осон; Tatar: җиңел; Telugu: సులభము, సుళువు, సులువు; Thai: ง่าย; Turkish: kolay, rahat; Turkmen: aňsat; Ukrainian: легкий; Urdu: آسان, سرل; Uyghur: ئاسان, ئوڭاي; Uzbek: oson, qulay, yengil; Vietnamese: dễ dàng, dễ; Walloon: åjhey, åjheye; Welsh: rhwydd, hawdd; West Frisian: maklik; Wolof: yomb; Yiddish: גרינג; Zazaki: rehat