ῥᾳθυμία

From LSJ
Revision as of 09:17, 12 May 2024 by Spiros (talk | contribs)

Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr

Menander, Monostichoi, 559

Middle Liddell

ῥᾳθῡμία, ἡ,
I. easiness of temper, a taking things easily, Thuc.
2. recreation, relaxation, amusement, Eur.
II. in bad sense, indifference, sluggishness, laziness, Xen., etc.; ῥ. κτήσασθαι to get a name for laziness, Eur.
2. heedlessness, rashness, Plat.

English (Woodhouse)

carelessness, heedlessness, idleness, indifference, indolence, laziness, remissness, thoughtlessness

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

German (Pape)

[Seite 832] ἡ, Leichtsinn, Nachlässigkeit, Sorglosigkeit; Eur. Med. 218 Cycl. 202; πολλὴ λόγου ῥᾳθ., Plat. Phaed. 99 b; ἐκ ῥᾳθυμίας, Legg. VI, 779 a; auch Vergnügungssucht, Zerstreuung; Thuc. setzt ῥᾳθυμία μᾶλλον ἢ πόνων μελέτη gegenüber, 2, 39; καὶ τρυφή, καὶ ἀργία, Plat. Legg. X, 901 ce; Xen. Mem. 3, 5, 5; ὑπὸ ῥᾳθυμίας καὶ μαλακίας, Lys. 10, 11; ὁ πλοῦτος ἐξουσίαν παρασκευάζει τῇ ῥᾳθυμίᾳ, Isocr. 1, 6; κατὰ τὰς ἀναπαύσεις καὶ ῥᾳθυμίας ἐν τῷ ζῆν, Pol. 10, 19, 5; Luc. Hermot. 4 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 facilité d'humeur, disposition à prendre les choses facilement ; en mauv. part insouciance, indifférence;
2 récréation, distraction, amusement.
Étymologie: ῥᾴθυμος.

Russian (Dvoretsky)

ῥᾳθῡμία:
1 беспечность, беззаботность, нерадивость, равнодушие, Thuc., Xen., Lys., Eur.: μακρὰ ἂν ῥ. εἴη τοῦ λόγου Plat. сказать так было бы крайне необдуманно;
2 отдохновение, развлечение, увеселение, Eur., Arst., Polyb.

Greek Monotonic

ῥᾷθῡμία: ἡ,
I. 1. ευκολία στη διάθεση, ιδιοσυγκρασία με χαρακτηριστικό γνώρισμα να παίρνει κάποιος τα πράγματα με ευκολία, σε Θουκ.
2. ψυχαγωγία, ξεκούραση, αναψυχή, διασκέδαση, σε Ευρ.
II. 1. με αρνητική σημασία, αδιαφορία, νωθρότητα, τεμπελιά, οκνηρία, σε Ξεν. κ.λπ.· ῥᾳθυμίαν κτήσασθαι, αποκτώ όνομα, φημίζομαι για την τεμπελιά μου, σε Ευρ.
2. αμυαλιά, απερισκεψία, αποκοτιά, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

ῥᾳθῡμία: ἡ, τὸ ἀνειμένως διαιτᾶσθαι, Θουκ. 2. 39. 2) εὐθυμία, διασκέδασις, τί τάδε; τίς ἡ ῥᾳθυμία; τί βακχιάζετ’; Εὐρ. Κύκλ. 203· ἐν τῷ πληθ., αἱ ῥ. καὶ αἱ ἀπονίαι καὶ ἀμέλειαι Ἀριστ. Ρητορ. 1. 11, 4, πρβλ. Πολύβ. 10. 19, 5. ΙΙ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, ἀδιαφορία, ἀφροντισία, ὀκνηρία, Λυσ. 117, 10, Ξεν. Ἀπομν. 3. 5, 5, κ. ἀλλ.· ῥ. καὶ ἀμέλεια Δημ. 112. 4· ῥ. κτήσασθαι, κτήσασθαι φήμην ἐπὶ ὀκνηρίᾳ, Εὐρ. Μήδ. 218. 2) ἀπερισκεψία, τὸ ἀλόγιστον, τοῦ λόγου Πλάτ. Φαίδων 99Β.