καρτερόθυμος

From LSJ
Revision as of 07:33, 28 June 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "muthig" to "mutig")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. → For thine is the kingdom, and the power, and the glory, of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit forever and ever. Amen.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρτερόθῡμος Medium diacritics: καρτερόθυμος Low diacritics: καρτερόθυμος Capitals: ΚΑΡΤΕΡΟΘΥΜΟΣ
Transliteration A: karteróthymos Transliteration B: karterothymos Transliteration C: karterothymos Beta Code: kartero/qumos

English (LSJ)

καρτερόθυμον, stronghearted, of heroes, Od.21.25, Il.13.350; Μυσοί 14.512; (Ζεύς), Ἔρις, Hes.Th.476, 225: generally, strong, mighty, ἄνεμοι ib.378.

German (Pape)

[Seite 1330] starkmutig, starkes, standhaftes Sinnes; Herakles Od. 21, 25; Diomedes Il. 5, 277; Achilleus 13, 350; die Myser 14, 512; Eris Hes. Th. 225, die hartnäckige; übh. stark, gewaltig, ἄνεμοι ib. 378. 476.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à l'âme ferme, courageux.
Étymologie: καρτερός, θυμός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καρτερόθυμος -ον [καρτερός, θυμός] dapper, volhardend; uitbr. krachtig:. ἄνεμοι κ. krachige winden Hes. Th. 378.

Russian (Dvoretsky)

καρτερόθῡμος:
1 непоколебимый духом, непреклонный, неустрашимый (Διομήδης, Μυσοί Hom.);
2 упорный, упрямый, беспощадный (Ἔρις Hes.);
3 сильный, мощный (ἄνεμοι Hes.).

Greek Monolingual

καρτερόθυμος, -ον (Α)
1. γενναιόψυχος («Μυσῶν... καρτεροθύμων», Ομ. Ιλ.)
2. ισχυρός, σφοδρός («ἀνέμους... καρτεροθύμους», Ησίοδ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρτερός + -θυμος (< θυμός «ψυχή, πνεύμα»), πρβλ. αγλαόθυμος, οξύθυμος].

Greek Monotonic

καρτερόθῡμος: -ον, γενναιόψυχος, σε Όμηρ., Ησίοδ.· γενικά, δυνατός, ισχυρός, ἄνεμοι, σε Ησίοδ.

Greek (Liddell-Scott)

καρτερόθῡμος: -ον, ἔχων κρατερὰν καρδίαν, καρτερόψυχος, ἐπὶ τοῦ Ἡρακλέους, Ἀχιλλέως, Τυδέως, Ὀδ. Φ. 25, Ἰλ. Ν. 350· ἐπὶ τῶν Μυσῶν, Ξ. 512· ἐπὶ τοῦ Διός, Ἡσ. Θ. 476· ἐπὶ τῆς Ἔριδος, αὐτόθι 225· καθόλου, σφοδρός, ἰσχυρός, ἄνεμοι αὐτόθι 378.

Middle Liddell

καρτερό-θῡμος, ον
stout-hearted, Hom., Hes.: generally, strong, mighty, ἄνεμοι Hes.