θῶκος

From LSJ
Revision as of 05:57, 4 October 2024 by Spiros (talk | contribs) (1 revision imported)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῶκος Medium diacritics: θῶκος Low diacritics: θώκος Capitals: ΘΩΚΟΣ
Transliteration A: thō̂kos Transliteration B: thōkos Transliteration C: thokos Beta Code: qw=kos

English (LSJ)

Ionic for θᾶκος.

German (Pape)

[Seite 1229] ὁ, = θᾶκος, der Sitz; Hom.; Pind. P. 11, 6; Sitzung, Sitz im Rat u. in der Volksversammlung; Od. 2, 26. 15, 468; θῶκόνδε, zur Sitzung, Od. 5, 3; θῶκοι ἀμπαυστήριοι Her. 1, 181. – Der Sessel, Her. 9, 84. – Auch Tragg., ἵνα μαντεῖα θῶκός τ' ἔστι Θεσπρωτοῦ Διός Aesch. Prom. 833. – Ep. auch gedehnt θόωκος, Od. 2, 26. 12, 318.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 siège, chaise;
2 action de siéger dans une assemblée.
Étymologie: ion. et épq. c. θᾶκος.

Russian (Dvoretsky)

θῶκος: эп. тж. θόωκος
1 седалище, кресло, стул, Hom., Pind., Her., Plut.;
2 заседание, совещание (οἱ ἄνδρες ἐς θῶκον πρόμολον Hom.; ἐν θώκῳ κατῆσθαι Her.);
3 епископская кафедра Anth.

Greek (Liddell-Scott)

θῶκος: ὁ, Ἰων. ἀντὶ θᾶκος, ὃ ἴδε.

English (Autenrieth)

and θόωκος (Att. θᾶκος) seat, Od. 2.14; assembly, Od. 2.26 .—θῶκόνδε, to the assembly.

English (Slater)

seat Ἰσμήνιον δ' ὀνύμαξεν, ἀλαθέα μαντίων θῶκον (P. 11.6)

Greek Monolingual

ὁ (Α θᾱκος και επικ. και ιων. τ. θῶκος, επικ. τ. και θόωκος, Μ θῶκος)
έδρα, κάθισμα
νεοελλ.
1. κάθισμα που ξεχωρίζει, που υπερέχει από τα άλλα
2. κάθισμα επίσημου προσώπου («προεδρικός θώκος»)
3. φρ. «οικολογικός θώκος» — η μικρότερη ομάδα βιοτόπου η οποία κατέχεται από έναν οργανισμό ή από ένα είδος
αρχ.
1. έδρα ιερέα
2. συνέδριο, συνέλευση, βουλή
3. αφοδευτήριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. θάκος < θάFακος, με συναίρεση. Σ' αυτόν τον τ. οδηγεί η γλώσσα του Ησύχ. θάβακον
θάκον ή θρόνον. Η προέλευση, όμως, του διαλεκτικού τ. θώκος < θόFακος ή θώFακος οδηγεί στην υπόθεση ότι και ο τ. θάκος ανάγεται σε θόFακος, απ' όπου το θάFακος (> θάκος) με προληπτική αφομοίωση. Κατ' άλλους, η λ. (με θ. θω- / θα-) συνδέεται με το τίθημι, θωμός, θαμά.
ΠΑΡ. αρχ. θακείον, θακεύω, θακώ, θάσσω, θοάζω.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αρχ. ερημόθωκος, κοινόθακος, σύνθακος, σύνθωκος, υψίθωκος].

Frisk Etymological English

See also: s. θᾶκος.

Frisk Etymology German

θῶκος: {thō̃kos}
See also: s. θᾶκος.
Page 1,700

Translations

seat

Afrikaans: sitplek; Akkadian: 𒄖𒍝; Arabic: مَقْعَد, مَقْعَدَة, وِثَاب; Hijazi Arabic: مَقْعَد; Armenian: նստատեղ, նստոց; Asturian: asientu; Belarusian: сядзенне, месца; Bengali: আসন; Bulgarian: седалище, седалка, място; Burmese: ထိုင်ခုံ; Buryat: һандали; Catalan: seient; Cebuano: linkoranan; Chechen: барч; Chinese Mandarin: 座位, 位子, 座席; Czech: místo, sedadlo; Dutch: zitplaats; Esperanto: seĝo; Estonian: iste; Finnish: istumapaikka, paikka; French: place; Galician: asento, sentadoiro; German: Sitz, Sitzplatz, Sitzgelegenheit; Gothic: 𐍃𐌹𐍄𐌻𐍃; Greek: κάθισμα; Ancient Greek: ἕδρα, ἕδρη, δίφρος, θᾶκος, θῶκος, θόωκος, καθέδρα, ἑδναία, ἕδραμα, δίφραξ, δίφρακον; Hawaiian: noho; Hindi: आसन, आसनी; Hungarian: ülőhely, hely; Icelandic: sæti; Ilocano: tugaw; Interlingua: sedia; Isnag: tuxaw; Italian: posto, seduta, sedile, scranno; Japanese: 席, シート, 腰掛け, 座席; Khmer: កៅអី; Korean: 자리, 좌석(座席), 시트; Kurdish Northern Kurdish: rûniştek, kursî; Lao: ບ່ອນນັ່ງ; Latin: sedes, sedile; Lithuanian: vieta; Macedonian: седиште, место, седиште; Malay: tempat duduk; Manchu: ᡨᡝᡴᡠ; Mongolian: суудал; Navajo: bikááʼ dah asdáhí; Norman: siège; Norwegian Bokmål: sete; Old English: setl; Ottoman Turkish: مجلس, كرسی; Persian: جا; Polish: siedzenie, miejsce, miejsce siedzące, siedzisko; Portuguese: lugar, assento; Quechua: tiyana; Romanian: scaun; Russian: сиденье, место; Samoan: nofoa; Sanskrit: सदस्; Scottish Gaelic: suidheachan; Serbo-Croatian Cyrillic: се̏дӣште, сје̏дӣште; Roman: sȅdīšte, sjȅdīšte; Slovak: miesto, sedadlo; Slovene: sedež; Somali: fadhi; Spanish: asiento; Swedish: sittplats, plats; Telugu: ఆసనము; Thai: ที่นั่ง; Ukrainian: сиді́ння, мі́сце; Urdu: سیٹ, نشست; Vietnamese: ghế; Waray-Waray: lingkuran, lingkudan; Welsh: eisteddfa, eisteddfâu