ἀμφιπολέω

From LSJ
Revision as of 06:49, 20 October 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "S.''OC''" to "S.''OC''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τίς Ἑλλὰς ἢ βάρβαρος ἢ τῶν προπάροιθ' εὐγενετᾶν ἕτερος ἔτλα κακῶν τοσῶνδ' αἵματος ἁμερίου τοιάδ' ἄχεα φανερά → what woman Greek or foreign or what other scion of ancient nobility has endured of mortal bloodshed's woes so many, such manifest pains

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφιπολέω Medium diacritics: ἀμφιπολέω Low diacritics: αμφιπολέω Capitals: ΑΜΦΙΠΟΛΕΩ
Transliteration A: amphipoléō Transliteration B: amphipoleō Transliteration C: amfipoleo Beta Code: a)mfipole/w

English (LSJ)

later form of ἀμφιπολεύω, mostly in pres. (aor. 1, Pi.N. 8.6):—
A attend constantly, ἤδη με γηραιὸν μέρος ἁλικίας ἀ. Id.P.4.158.
2 attend on, watch, guard, Ἱμέραν Id.O.12.2, cf. Theoc.1.124; λέκτρον Pi.N.8.6; busy oneself with, μυρία φρενί B.Fr.7.3.
3 tend, treat gently, τρώμαν ἕλκεος Pi.P.4.271.
II c. dat., roam with, accompany, θεαῖς S.OC680 (lyr.).

Spanish (DGE)

I 1abs. dar vueltas, errar, vagar Ἀργὼ ... ἀμφεπόλει δηναιὸν ἐπὶ χρόνον A.R.4.1547
c. ac. acechar, rondar ἤδη με γηραιὸν μέρος ἁλικίας ἀμφιπολεῖ Pi.P.4.158, Διὸς Αἰγίνας τε λέκτρον ποιμένες ἀμφεπόλησαν Pi.N.8.6
frecuentar Δίνδυμα καὶ Φρυγίης πυρικαιέος ἀμφιπολεῦσα πρῶνας AP 6.281 (Leon.)
c. dat. acompañar Διόνυσος ... θείαις ἀμφιπολῶν τιθήναις S.OC 680.
2 revolver, agitar μυρία ... φρενί B.Fr.11.3.
II 1cuidar τρώμαν ἕλκεος Pi.P.4.271.
2 habitar, poseer de dioses Ἱμέραν Pi.O.12.2, μέγα Μαίναλον Theoc.1.124, μέσον οὐρανόν Man.4.451.
3 abs. asistir como esclava de Briseida, Q.S.3.571.

German (Pape)

[Seite 142] sich bewegen od. aufhalten um etwas, umgeben, γηραιὸν μέρος ἁλικίας με ἀμφ. Pind. P. 4, 158; λέκτρον ἀμφιπ., es besorgen, N. 8, 6; Ἱμἐραν Τύχα ἀμφιπολεῖ, umwandelt schützend, Ol. 12, 2 (vgl. Tileocr. 1, 124); τρώμαν ἕλκεος ἀμφιπολεῖν, die Wunde besorgen, heilen, P. 4, 971; Soph. θείαις ἀμφι πολῶν τιθἠναις O. C. 686, vom Bacchus, mit ihnen vetkehrend. In eigtl. Bdtg, μακάρων θαλάμους ἀμφιπολεῖ ψυχή Ep. ad. 685 (Plan. 21). – Pass. ὄρος ἀμφεπολεῖτο, wurde umwandelt, Theocr. 7, 74.

French (Bailly abrégé)

ἀμφιπολῶ :
impf. ἀμφεπόλουν, ao. ἀμφεπόλησα, pf. inus.
I. tourner autour de, d'où
1 accompagner, suivre, guetter, acc.;
2 errer avec, τινι;
II. prendre soin de (litt. s'empresser autour de), acc..
Étymologie: ἀμφίπολος.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφιπολέω:
1 неотступно следовать, сопровождать: ἀ. τινα Pind. и ἀ. τινι Soph. не разлучаться с кем-л.;
2 хранить, охранять, беречь (Ἱμέραν Pind.);
3 блуждать, проходить (ὄρος ἀμφεπολεῖτο Theocr.);
4 ухаживать, заботиться (τι Pind.);
5 лечить (τρώμαν ἕλκεος Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιπολέω: νεώτερος τύπος τοῦ ἀμφιπολεύω, καὶ ὡς ἐκεῖνο εὔχρηστον κυρίως κατ’ ἐνεστ. (ἀόρ. α΄ ἐν Πινδ. Ν. 8. 11), διατρίβω περί τι, ἀκολουθῶ, περιστοιχίζω διαρκῶς, ἤδη με γηραιὸν μέρος ἁλικίας ἀμφ. Πινδ. Π. 4. 280. 2) προσέχω, ἀσχολοῦμαι εἴς τι, ἀγρυπνῶ, φυλάττω, Ἱμέραν ὁ αὐτ. Ο. 12. 2. 3) θεραπεύω, περιποιοῦμαι, μεταχειρίζομαι τρυφερῶς, Λατ. fovere, τρώμαν ἕλκεος ὁ αὐτ. Π. 4. 483. ΙΙ. μ. δοτ., ὑπηρετῶ τινι, θεαῖς Σοφ. Ο. Κ. 680· φρενὶ Βακχυλ. 48 [Β. 19]. ΙΙΙ. μ. γεν. πράγμ., εἶμαι ὑπηρέτηςὄργανον τινος, Κυπρίας δώρων Πινδ. Ν. 8. 11.

English (Slater)

ἀμφιπολέω watch over Ἱμέραν εὐρυσθενἔ ἀμφιπόλει, σώτειρα Τύχα (O. 12.2) χρὴ μαλακὰν χέρα προσβάλλοντα τρώμαν ἕλκεος ἀμφιπολεῖν attend to (P. 4.271) (ἔρωτες)· οἶοι καὶ Διὸς Αἰγίνας τε λέκτρον ποιμένες ἀμφεπόλησαν Κυπρίας δώρων (N. 8.6) met., “ἀλλ' ἤδη με γηραιὸν μέρος ἁλικίας ἀμφιπολει” i. e. waits for (P. 4.158) frag. ἀ]μφιπολεῖ[ P. Oxy. 1792. fr. 51.

Greek Monotonic

ἀμφιπολέω: (ἀμφίπολος): I. με αιτ. παρακολουθώ αδιάλειπτα, αγρυπνώ, φυλάω, σε Πίνδ.
2. μεταχειρίζομαι με ευγένεια, περιποιούμαι, Λατ. fovere, στον ίδ.
II. με δοτ. υπηρετώ, θεαῖς, σε Σοφ.
III. με γεν. πράγμ. είμαι υπηρέτης ή όργανο κάποιου, σε Πίνδ.

Middle Liddell

ἀμφίπολος
I. c. acc.
I. to attend constantly, to attend on, watch, guard, Pind.
2. to tend, treat gently, Lat. fovere, Pind.
II. c. dat. to minister to, θεαῖς Soph.
III. c. gen. rei, to be ministers of, Pind.