πλημυρίς
Τιμώμενοι γὰρ πάντες ἥδονται βροτοί → Omnes enim homines honorari expetunt → Denn alle Menschen sehen sich recht gern geehrt
English (LSJ)
πλημυρίδος, ἡ,
A rise of the sea, as at flood-tide, πλημῠρὶς ἐκ πόντοιο of the wave caused by the rock thrown by the Cyclops, Od.9.486; flood-tide, opp. ἄμπωτις (ebb), π. τῆς θαλάσσης μεγάλη Hdt.8.129; π. πόντου B.Fr.30; ἡ ἔξω π. Arist.Mete.366a20, cf. Str.3.3.7 (pl.), S.E.M.9.79 (pl.).
2 generally, flood, deluge, Arist.Mu.397a28 (pl.); of tears, σταγόνες… δυσχίμου πλημῡρίδος A. Ch.186; ὀφθαλμοτέγκτῳ δεύεται πλημῡρίδι E.Alc.184.
3 redundance, congestion of the fluids of the body, Hp.Acut.62. [ῠ Hom. l.c., and prob. in B.l.c.; ῡ Trag., but ῠ in later Ep., cf. A.R.4.1269, 1241: in πλήμυρα, πλημυρέω, πλημύρω, ῡ always.] (The spelling πλημμ- in this word and its cognates commonly found in codd. arises from the false etymology from πλήν, μύρομαι; the correct spelling is found in B.5.107, POxy.1409.17, OGI666.8 (v. πλημύρω), etc., and good Mss. of Hp.Acut.62, AP5.203 (Mel.), cf. Archil. 97.)
French (Bailly abrégé)
πλημυρίδος (ἡ) :
mieux que πλημμυρίς;
1 flot de la mer ; flux, p. opp. au reflux;
2 fig. déluge de larmes.
Étymologie: πίμπλημι.
English (Autenrieth)
πλημυρίδος: rise of the sea, swell, flood, Od. 9.486†.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλημυρίς, πλημυρίδος, ἡ [πλήμη: vloed] Hom. -μῠ-, trag. -μῡ-, later -μῠ- en -μῡ- vloed, vloedgolf. stroom:. σταγόνες... δυσχίμου πλημυρίδος druppels van een gruwelijke tranenstroom Aeschl. Ch. 186. opeenhoping van vocht. Hp. Acut. 62.
Greek Monolingual
πλημμυρίδα, η / πλημμυρίς, πλημμυρίδος, ΝΜΑ, και πλήμυρις Α
η φάση της παλίρροιας κατά την οποία η στάθμη της θάλασσας ανυψώνεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. παράγεται από τον τ. πλήμη «πλημμυρίδα» (< πίμπλημι) πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. πλημυρός κατά το σχήμα ἁλμυρίς: ἁλμυρός: ἅλμη. Η ορθή γραφή της λ. είναι πλημυρίς, ενώ οι τ. με δύο -μμ-, που επικράτησαν, προέρχονται από την παρετυμολογική θεώρηση της λ. ως σύνθ. < πλήν + μύρομαι «χύνω δάκρυα, κλαίω» (πρβλ. πλημμελής). Το -υ- του τ. είναι κανονικά βραχύ, όπως απαντά στον Όμ., εμφανίζεται, όμως και ως μακρό, μάλλον κατ' αναλογία προς το -ῡ- των πλήμῡρα (< πλημυρ-jα), πλημῡρω. Τέλος, ο αναβιβασμός του τόνου στον τ. πλήμυρις είναι αναλογικός προς το ἀνάπτωτις και πιθ. το πλήμυρα.
Frisk Etymological English
πλημυρίδος
Grammatical information: f.
Meaning: high tide of the sea, flood (ι 486, Ion. poet., hell.).
Other forms: Acc. also -ιν (cf. bel.); -μμ- mss.
Derivatives: πλημύρ-ω to have flood, to overflow, to submerge (Archil., B., Call.) with πλήμυρα f. = πλημυρίς (hell.); byform -έω id. (Hp., Plu.; like κύρ-ω: -έω etc., Schwyzer 721) with -ίη, -ία f. (Aret., sch.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: As ἁλμ-υρίς is built from ἅλμη, πλημ-υρίς goes back on πλήμ-η (fist hell., but πλήσμη already Hes.; cf. also πλήμνη). From there (or from *πλημυρός like ἁλμυρός?) πλημύρω with further derivv. From πλημύρω a.o. the vowellength was also introduced in πλημυρίς. Bechtel Lex.s. v. -- The geminate μμ, usual in mss., is introduced from πλημμελής and other compp. (Schwyzer 280). The accentuation πλήμυρις, -ιν (sch. as alternative, EM; cf. Wackernagel Gött. Nachr. 1914, 107 [Kl. Schr. 2, 1164] n. 1) can come from the opposite ἄμπωτις (and von πλήμυρα?). -- The usual connection with μύρομαι is to be rejected. -- The suffix -υρ- is Pre-Greek, and so may be the whole word.