σίαλος
ὅτι τίς ὁ ἄνθρωπος, ὃς ἐπελεύσεται ὀπίσω τῆς βουλῆς τὰ ὅσα ἐποίησεν αὐτήν; (Ecclesiastes 2:12, LXX version) → for who is the man who, after following his own plan, will find wisdom (in) everything he has done?
English (LSJ)
[ῐ], ὁ,
A fat hog, Il.21.363, Od.2.300, 20.163, Q.S.11.170; also σῦς σ. Il.9.208, Od.14.41,81, etc., where σίαλος is the specific Subst., added as in ἴρηξ κίρκος, σῦς κάπρος, etc.:—also in Prose, Thphr. ap. Porph.Abst.2.25. 2 fat, grease, Hp.Acut. (Sp.) 37 codd. MV, but λάσιον is prob. to be restored fr. Erot. and Gal. II = σίαλον, EM712.3.
German (Pape)
[Seite 877] ὁ, ein fettes, gemästetes Schwein, ein Mastschwein; Il. 21, 363 Od. 2, 300. 10, 390. 14, 19. 20, 163; auch σῦς σίαλος, Il. 9, 208 Od 14, 41. 81. 17, 181. 20, 251. Uebh. Schwein, Qu. Sm. 11, 170. – Fett, Schmalz, Hippocr. – Uebertr., ein Dummkopf, nach Hesych. auch σιαλίς, weil die Alten meinten, zu große Fettigkeit schade der Geisteskraft (vgl. pingue ingenium u. dgl.). Andere wollten diese Bdtg von σίαλον ableiten; nach E. M. σιαλίζει μὲν τὰ βρέφη καὶ οἱ ὑπεργηράσαντες, οὓς ἀναισθήτους λέγο υσιν. – Auch = σίαλον, wo es nach Suid. σιαλός geschrieben werden soll, aber zw.
Greek (Liddell-Scott)
σίᾰλος: ὁ, παχὺς χοῖρος τρυφερός, Ἰλ. Φ. 363, Ὀδ. Β. 300, Υ. 163· ὡσαύτως, σῦς σίαλος Ἰλ. Ι. 208, Ὀδ. Ξ. 41, 81, κτλ., ― ἔνθα τὸ σίαλος εἶναι τὸ εἰδικώτερον ὄνομα ἐπαγόμενον πρὸς πληρέστερον προσδιορισμόν, ὡς ἐν τοῖς ἀνὴρ βασιλεύς, ἴρηξ, κίρκος, σῦς κάπριος, κτλ. 2) πάχος, λίπος, στέαρ, Ἱππ. 403. 11. ΙΙ. = σίαλον, Ἐτυμολ. Μέγ. 712. 3, Μοῖρις, κλπ. (Ἴδε σίαλον). ― Καθ’ Ἡσύχ.: «σίαλοι· εὐτραφεῖς, λιπαροί».
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
porc gras, animal ; adj. σῦς σίαλος m. sign.
Étymologie: sorte de dim. de σῦς ; cf. σίαλον.