κλάζω

From LSJ
Revision as of 14:41, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (SL_2)

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλάζω Medium diacritics: κλάζω Low diacritics: κλάζω Capitals: ΚΛΑΖΩ
Transliteration A: klázō Transliteration B: klazō Transliteration C: klazo Beta Code: kla/zw

English (LSJ)

fut.

   A κλάγξω A.Pers.948 (lyr.): aor.1 ἔκλαγξα Il.1.46, A. Ag.201 (lyr.): aor.2 ἔκλᾰγον h.Pan.14, B.16.127, Theoc.17.71, etc.: pf. κέκλαγγα X.Cyn.3.9, 6.23; subj. κεκλάγγω Ar.V.929; Dor. κέκλᾱγα Alcm.7; part. κεκληγώς, pl. κεκλήγοντες Il.17.756, -ῶτες v.l.ib. 16.430, κεκλαγώς Plu.Tim.26:—Pass., fut.κεκλάγξομαι Ar.V.930:— make a sharp piercing sound:    1 of birds, scream, οὐκ ἴδον... ἀλλὰ κλάγξαντος (sc. ἐρῳδιοῦ) ἄκουσαν Il.10.276; of starlings and daws, οὖλον κεκλήγοντες 17.756, etc.; γεράνου φωνὴν ἐνιαύσια κεκληγυίης Hes.Op.449; of the eagle, Il.12.207, S.Ant.112 (lyr.), cf. OT 966, etc.    2 of dogs, bark, bay, οἱ μὲν κεκλήγοντες ἐπέδραμον Od. 14.30, cf. Ar.V.929, X.ll.cc., etc.    3 of things, as of arrows in the quiver, clash, rattle, ἔκλαγξαν δ ἄρ' ὀϊστοί Il.1.46; of the wind, whistle, αἶψα γὰρ ἦλθε κεκληγὼς Ζέφυρος Od.12.408; of wheels, creak, A. Th.205 (lyr.): c.acc. cogn., κλάζουσι κώδωνες φόβον ring forth terror, ib.386; τί νέον ἔκλαγε σάλπιγξ . . ἀοιδάν; B.17.3; of the sea, roar, ἔκλαγεν δὲ πόντος Id.16.127; of the musician, κιθάρᾳ κλάζεις παιᾶνας μέλπων E.Ion905 (lyr.); of Pan on his pipes, h.Pan.14; κλάζεις μέλισμα λύρας (of the τέττιξ) AP7.196 (Mel.).    4 of men, shout, scream, ὀξέα κεκληγώς Il.2.222, 17.88: c. acc. cogn., shout aloud, ring forth, κλάζοντες Ἄρη A.Ag.48 (anap.); γόον Id.Pers.948 (lyr.); Ζεὺς ἔκλαγξε βροντάν pealed forth thunder, Pi.P.4.23; also ἔκλαγξε κέαρ ὀλοαῖσι στοναχαῖς Id.Pae.8.20.    5 less freq. of articulate sound, ἄλλο μῆχαρ . . μάντις ἔκλαγξεν shrieked forth another remedy, A.Ag.201 (lyr.); Ζῆνα . . ἐπινίκια κλάζων sounding loudly the song of victory in honour of Z., ib.174 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1445] fut. κλάγξω, z. B. Aesch. Pers. 909; aor. ἔκλαγξα u. poet. ἔκλαγον, κλαγεῖν, H. h. 18, 14, Theocr. 17, 71, Opp. Cyn. 3, 121, Nonn. D. 3, 61 (ἀνέκλαγον Eur. I. A. 1062); dor. auch ἔκλαξα; perf. mit Präsensbdtg κέκλαγγα u. κέκληγα; für κεκλήγοντες Od. 14, 30 hat Bekker κεκληγῶτες hergestellt, wie Il. 12, 125. 16, 430. 17, 756, wie κεκληγώς steht Il. 2, 222. 5, 591. 11, 168. 344. 16, 755. 17, 88 Od. 12, 408; κεκληυῖα Hes. O. 451; κεκλαγώς steht Plut. Timol. 26; das fut. κεκλάγξομαι Ar. Vesp. 930; – tönen, rauschen, klingen; bes. von unartikulirten Tönen, das verworrene Geschrei einer Menschenmenge, Il. 16, 430; vom Schlachtgeschrei, ὀξέα κεκληγώς 17, 87, vgl. 5, 590, öfter; auch von dem schimpfenden Thersites, ὀξέα κεκληγὼς λέγ' ὀνείδεα 2, 222; vom Schreien der Vögel, ὥςτε ψαρῶν νέφος ἔρχεται ἠὲ κολοιῶν οὖλον κεκλήγοντες, ὅτε προίδωσιν ἰόντα κίρκον 17, 755; von kämpfenden Geiern, 16, 430, vgl. 10, 276. 12, 207; vom Schreien des Kranichs, Hes. O. 451; Sanh. Ant. 112 vom Adler (wie Poll. 5, 89); vgl. O. R. 966 Ant. 989; auch von Hunden, Od. 14, 30, wie Ac. Vesp. 929 u. Theocr. 25, 72, κεκλαγγυῖαι Xen. Cyn. 3, 9. 6, 23, vom Gerassel der Pfeile im Köcher. Il. 1, 46; vom Rauschen des Windes, Od. 12, 408; σύριγγες ἔκλαγξαν ἑλίτροχοι Aesch. Spt. 187; auch μάντις ἔκλαγξεν ἄλλο μῆχαρ χείματος, laut ausrufen, Ag. 194; ἔκλαγξε Τυδεύς, in der Schlacht, Eur. Phoen. 1151; σὺ δὲ κιθάρᾳ κλάζεις παιᾶνας μέλπων Ion 905; δεσμὰ πωλικῶν ἐξ ἀντύγων κλάζει σιδήρου Rhes. 568; sp. D., einzeln auch in Prosa. – Trauns., ertönen lassen; Ζεὺς ἔκλαγξε βροντάν, Zeus ließ den Donner ertönen, Pind. P. 4, 23; vgl. Aesch. μέγαν ἐκ θυμοῦ κλάζοντες Ἄρη, Ag. 48; χαλκήλατοι κλάζουσι κώδωνες φόβον Spt. 368, sie lärmen Schrecken, sie lärmen u. flößen Schrecken ein; ähnlich κλάγξω δ' αὖ γόον ἀρίδακρυν ib. 909; κλάζεις μέλισμα Mel. 111 (VII, 196), du läßt ein Lied ertönen.

Greek (Liddell-Scott)

κλάζω: μέλλ. κλάγξω, Αἰσχύλ. Πέρσ. 947· ἀόρ. α΄ ἔκλαγξα Ἰλ., Τραγ. ἀόρ. β΄ Ὁμηρ. ἔκλᾰγον, Ὁμ. Ὕμν. 18. 14, Θεόκρ. κτλ.· πρκμ. κέκλαγγα Ξεν. Κυν. 3, 9., 23, ὑποτακτ. κεκλάγγω, Ἀριστοφ. Σφ. 929· Ἐπικ. κέκληγα Ἀλκμὰν 52· μετοχ. κεκληγώς, πληθ. κεκληγῶτες Ἰλ. Π. 430 (ἄλλ. κεκλήγοντες ὡς ἐκ μετοχ. ἐνεστ. κεκλήγων, ουσα, Spitzn. Ἰλ. Π. 430). ― Παθ., κεκλάγξομαι Ἀριστοφ. Σφ. 930. (Ἡ √ΚΛΑΖ εὕρηται ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ παρατ., οἱ δὲ λοιποὶ χρόνοι σχηματίζονται ἐκ τῆς √ΚΛΑΓ ἢ ΚΛΑΓΓ, ὅθεν κλαγγή, κλαγγαίνω, κτλ.· πρβλ. Ἀγγλ. clash, clang, clank.) Παράγω ἦχον ὀξὺν καὶ διαπεραστικόν, παρ’ Ὁμ. Ι. ἐπὶ πτηνῶν, κράζω, οἷον ἐπὶ τοῦ ἐρῳδιοῦ, οὐκ ἴδον..., ἀλλὰ κλάγξαντος ἄκουσαν Ἰλ. Κ. 276· ἐπὶ ψαρῶν ἢ κολοιῶν, ὥς τε ψαρῶν νέφος... ἠὲ κολοιῶν οὖλον κεκλήγοντες Ρ. 756, κτλ.· ἐπὶ τῶν γεράνων, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 447· ἐπὶ ἀετοῦ, Ἰλ. Μ. 207, Σοφ. Ἀντ. 112, πρβλ. Ο. Τ. 966, κτλ. 2) ἐπὶ κυνῶν, ὑλακτῶ, «γαυγύζω», οἱ μὲν κεκλήγοντες ἐπέδραμον Ὀδ. Ξ. 30, πρβλ. Ἀριστοφ. Σφ. 929, Ξεν. Κυν. 3, 9., 6, 27, κτλ. 3) ἐπὶ πραγμάτων, ὡς ἐπὶ τῶν βελῶν συγκρουομένων ἐντὸς τῆς φαρέτρας, ἔκλαγξαν δ’ ἄρ’ ὀϊστοὶ Ἰλ. Α. 46· ἐπὶ τοῦ ἀνέμου, συρίζω, αἶψα γὰρ ἦλθεν κεκληγὼς Ζέφυρος Ὀδ. Μ. 408· ἐπὶ τροχῶν, κροτῶ ἢ τρίζω, Αἰσχύλ. Θήβ. 205· μετὰ συστοίχ. αἰτ., κλάζουσι κώδωνες φόβον, διαχέουσι διὰ τοῦ ἤχου των τρόμον, αὐτόθι 386. 4) ἐπὶ ἀνθρώπων, φωνάζω, βοῶ, ὀξέα κεκληγὼς Ἰλ. Ρ. 88, πρβλ. Ε. 591, κτλ.· ἐπὶ τῆς ὀξείας φωνῆς τοῦ Θερσίτου, ὀξέα κεκληγὼς λέγ’ ὀνείδεα Β. 222· μετὰ συστοίχ. αἰτ., φωνάζω μεγαλοφώνως, βοῶ, κλάζειν Ἄρη Αἰσχύλ. Ἀγ. 48· γόον ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 948· Ζεὺς ἔκλαγξε βροντάν, ἐβρόντησε, Πίνδ. Π. 4. 41. 5) τὸ πλησιέστατον πρὸς ἔναρθρον ἦχον ἤτοι λόγον παράδειγμα εὕρηται παρ’ Αἰσχύλ., μάντις ἔκλαγξεν ἄλλο μῆχαρ, ἐβόησεν (ἐξηγούμενος) ἄλλην θεραπείαν, ἄλλο μέσον, Ἀγ. 201· Ζῆνα... ἐπινίκια κλάζων, ψάλλων μεγαλοφώνως τὸ ᾆσμα τῆς νίκης εἰς τιμὴν τοῦ Διός, αὐτόθι 174· οὕτω, τότε δ’ Ἕσπερος ἔκλαγεν οἶος, ἔψαλλε μόνος, ἐν Ὁμ. Ὕμν. 18. 14, πρβλ. Εὐρ. Ἴωνα 906, Ἀνθ. Π. 7. 196· ἴδε ἐν λέξ. γλάζω.

French (Bailly abrégé)

f. κλάγξω, ao. ἔκλαγξα, ao.2 poét. ἔκλαγον, pf. κέκλαγγα, postér. κέκλαγα;
Pass. f.ant. κεκλάγξομαι;
1 intr. pousser un cri aigu, retentir avec un bruit perçant;
2 tr. faire retentir : γόον ESCHL des gémissements ; Ἄρη ESCHL invoquer le nom d’Arès ; μῆχαρ ESCHL annoncer un moyen de remédier à en parl. d’un oracle.
Étymologie: R. Κλαγ, crier ; cf. lat. clangor, etc.

English (Autenrieth)

aor. ἔκλαγξα, perf. part., w. pres. signif., κεκληγώς, pl. κεκλήγοντες: scream, properly of birds, Il. 16.429; then of animals, Od. 14.30; applied also to warriors and to men under other circumstances, Il. 5.591, Od. 12.256, Il. 2.222; to things, as arrows, the wind, etc., Il. 1.46, Il. 17.88, Od. 12.408. The verb may be translated according to the context in the several passages, but its original and proper application shows its force. Cf. κλαγγή.

English (Slater)

κλάζω
   1 cry out of prophecy (v. Fraenkel on Agam. 156.) ἔκλαγξέ θ' ἱερ[ ] δαιμόνιον κέαρ ὀλοαῖσι στοναχαῖς ἄφαρ, καὶ τοιᾷδε κορυφᾷ σάμαινεν λόγων of Kassandra? Πα. 8A. 10. ]πικρο[τά]ταν κλάγεν ἀγγε[λία]ν ζαμενε[ fr. 169. 34. in tmesis, “ἐπί οἱ ἔκλαγξε βροντάν” v. ἐπικλάζω (P. 4.23)