παραλύω

From LSJ
Revision as of 18:02, 28 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (T21)

ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν ὑδρορρόαι δύο ῥέουσιν μέλανος → two streams of black run from the eyes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραλύω Medium diacritics: παραλύω Low diacritics: παραλύω Capitals: ΠΑΡΑΛΥΩ
Transliteration A: paralýō Transliteration B: paralyō Transliteration C: paralyo Beta Code: paralu/w

English (LSJ)

[v. λύω] :    I c. acc. rei, loose and take off, detach, τὰ πηδάλια τῶν νεῶν Hdt.3.136 (so in Med., παραλυόμενοι τὰ πηδάλια taking off the rudders, X.An.5.1.11 :—Pass., παραλελυμέναι τοὺς ταρσούς with their oars taken off, Plb.8.4.2) ; τὴν πτέρυγα -λύσασα τοῦ χιτωνίου Ar.Fr.325 ; τὸν θώρακα Plu.Ant.76 :—Med., π. τὴν ῥαφὴν [τοῦ χιτῶνος] Id.Cleom.37 ; τοὺς στεφάνους Id.2.646a :—Pass., Hdt.3.105.    b hamstring, ἅρματα LXX 2 Ki.8.4.    2 undo, put an end to, πόνους E.Andr.304 (lyr.); τὴν τοῦ παιδίου ἀμφισβήτησιν relinquish it, Is.4.10 :—Med., get rid of, τὸν κίνδυνον D.H.6.28.    3 undo secretly, τὰ σακκία τῶν χρημάτων Plu.2.10b, cf. D.S.13.106.    4 pay a penalty, LXX Ge.4.15 ; = Lat.persolvo, νόμισμα PStrassb.50.8, 14(vi A.D.).    II c. acc. pers. et gen. rei, part from, πολλοὺς ἤδη παρέλυσεν θάνατος δάμαρτος E.Alc.932 (lyr., dub.l.) ; μία γάρ σφεων παρελύθη ὑπὸ Ἰώνων one city (Smyrna) was detached from them, Hdt.1.149 ; π. τινὰ τῆς στρατιῆς release from military service, Id.7.38 (and in Pass., to be exempt from it, 5.75), cf. Plb.6.33.10 ; τοῦ ὅρκου OGI266.46 (Pergam., iii B.C.) ; π. τινὰ δυσφρονᾶν set free from cares, Pi.O.2.52 ; π. τινὰ τῆς στρατηγίης dismiss from the command, Hdt.6.94, cf. Th.7.16, 8.54 ; τῆς δυνάμεως τινά Arist.Pol.1315a12 (so in Pass., π. τῆς φυλακῆς Plu. Cleom.37 ; τῆς ἀρχῆς Eun.VSp.481 B.) ; also τὴν ἀρχήν τινι π. ib. p.479 B.; τοὺς Ἀθηναίους π. τῆς ἐς αὐτὸν ὀργῆς set them free, release them from... Th. 2.65 ; φαρμάκῳ π. ἑαυτὸν τοῦ ζῆν Str.8.6.14 ; παραλελύσθαι τοῦ φόβου Plb.30.4.7 : c. acc. only, set free, δυστάνου ψυχάν E.Alc. 117 (lyr.) :—Med., obtain leave of absence from, τοὺς παιδονόμους SIG577.56 (Milet., iii/ii B.C.).    III loose besides, in addition, π. καὶ ἑτέραν [κύνα] X.Cyn.6.14.    IV disable, enfeeble, Pl.Ax.367b ; π. τροφῆς ἀποχῇ τὸ σῶμα Plu.Demetr.38 :—mostly in Pass., to be paralysed, δεξιὴ χεὶρ παρελύθη Hp.Epid.1.26.ιγ ; τὰ παραλελυμένα τοῦ σώματος μόρια Arist.EN1102b18 : generally, to be exhausted, flag, ἡ δύναμις . . τῆς πόλεως παρελύθη Lys.13.46 ; τῇ σωματικῇ δυνάμει παραλυόμενος ὑπὸ τῶν τραυμάτων Plb.16.5.7 ; παραλελυμένοι καὶ τοῖς σώμασι καὶ ταῖς ψυχαῖς Id.20.10.9 ; τὴν δύναμιν παρελέλυντο Id.1.58.9 ; τὰς χεῖρας Telesp.38 H.

German (Pape)

[Seite 488] (s. λύω), 1) daneben, dabei, an od. von der Seite lösen; τὰ πηδάλια παρέλυσε τῶν νεῶν, Her. 3, 136; τὰ πλάγια τῶν γέῤῥων παραλύσαντες, Pol. 8, 6, 9, öfter; πεντήρεις παραλελυμέναι τοὺς ταρσο ύς, beraubt, 8, 6, 2; τὸν θώρακα παραλύων, Plut. Anton. 76, der auch das med. braucht, τὴν ῥαφὴν ἐκ τοῦ δεξιοῦ παραλυσάμενος ὤμου, Cleomen. 37; – entfernen, παρέλυσε δ' ἂν Ἑλλάδος ἀλγεινοὺς πόνους, Eur. Andr. 304, vgl. Alc. 931; u. pass., Σμύρνη παρελύθη σφέων ὑπὸ Ἰώνων, wurde abgelös't, getrennt, Her. 1, 149; – c. gen., Einen wovon losmachen, erlösen, befreien, παραλύει δυσφρόνων, Pind. Ol. 2, 52; Μαρδό νιον παραλύει τῆς στρατηγίης, entbindet ihn von seinen Feldherrnamt, entläßt ihn, Her. 6, 94; τῶν μοι παίδων ἕνα παράλυσον τῆς στρατηΐης, befreie ihn vom Kriegsdienst, 7, 38, vgl. 5, 75; ἐπειρᾶτο τοὺς Ἀθηναίους τῆς ἐπ' αὐτὸν ὀργῆς παξυνάρχοντα, 8, 54; τρυφῆς ἤδη παραλυτέον, Plat. Legg. IX, 793 e; Folgde; παρέλυσε τοὺς ἐν Μακεδονίᾳ τῶν βασιλικῶν ὀφειλημάτων, Pol. 26, 5, 3; τῆς στρατείας παραλυθῆναι, 12, 5, 2. – 2) von Schlagflüssen und von der Gicht, die Glieder an der einen Seite des Körpers lähmen, Med. – Pass., Arist. eth. 1, 13; übh. erschlaffen, an Kraft u. Schnelligkeit verlieren, von Kameelen, Her. 3, 105; vgl. σωματικῇ δυνάμει παραλελυμένος, Pol. 11, 24, 5; οἱονεὶ παραλελυ μένοι καὶ τοῖς σώμασι καὶ ταῖς ψυχαῖς, 20, 10, 9; ὡς ᾔσθετο τραυμάτων πλήθει παραλυόμενον ἑαυτόν, Plut. Pyrrh. 28, öfter, wie a. Sp. – 3) heimlich, Verbotenes aufmachen, erbrechen, σακκία τῶν χρημάτων D. Sic. 13, 106, u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παραλύω: [περὶ τῆς προσῳδίας ἴδε λύω]· Ι. μετ’ αἰτ. πράγμ., λύω ἐκ τοῦ πλαγίου, λύω καὶ ἀφαιρῶ, ἀποσπῶ, τὰ πηδάλια τῶν νεῶν Ἡρόδ. 3. 136 (οὕτως ἐν τῷ μέσ., παραλυόμενοι τὰ πηδάλια, ἀφαιροῦντες τὰ πηδάλια, Ξεν. Ἀν. 5. 1, 11· καὶ ἐν τῷ παθ., παραλελυμέναι τοὺς ταρσούς, ἀφῃρημέναι, ἀπεστερημέναι τῶν κωπῶν, Πολύβ. 8. 6, 2)· παραλύειν τὴν πτέρυγα τοῦ χιτωνίου Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 312· τὸν θώρακα Πλουτ. Ἀντών. 76· καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, π. τὴν ῥαφὴν [τοῦ χιτῶνος] ὁ αὐτ. ἐν Κλεομ. 37· τοὺς στεφάνους ὁ αὐτ. 2. 646Α. 2) λύω, θέτω τέρμα εἴς τι, καταλύω, πόνους Εὐρ. Ἀνδρ. 305· τὴν τοῦ παιδίου ἀμφισβήτησιν, ἐγκαταλείπω, Ἰσαῖ. 47. 24. - Μέσ., ἀπαλλάττομαί τινος, τὸν κίνδυνον Διόδ. 13. 106, πρβλ. Πλούτ. 2. 10Β. ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσ. καὶ γεν. πράγμ., ἀποζευγνύω ἢ χωρίζω ἀπό τινος, πολλοὺς ἤδη παρέλυσεν θάνατος δάμαρτος Εὐρ. Ἄλκ. 933, οὕτω, μία γάρ σφεων παρελύθη, μία πόλις (ἡ Σμύρνη) ἀπεχωρίσθη ἀπ’ αὐτῶν, Ἡρόδ. 1. 149· π. τινὰ τῆς στρατηίης, ἀπελευθερῶ τῆς στρατιωτικῆς ὑπηρεσίας, ὁ αὐτ. 7. 38, (καὶ ἐν τῷ παθ., ἐξαιροῦμαι ἀπό τινος, ὁ αὐτ. 5. 75)· οὕτω, παραλύειν τινὰ δυσφρόνων, ἀπελευθερῶ ἀπὸ τῶν φροντίδων καὶ μεριμνῶν, Πινδ. Ο. 2. 95· π. τινὰ τῆς στρατηγίης, ἀπολύω τῆς στρατηγίας, «παύω», Ἡρόδ. 6. 94, πρβλ. Θουκ. 7. 16., 8. 54· τινὰ τῆς δυνάμεως Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 11, 27· (οὕτως ἐν τῷ παθ., π. τῆς ἀρχῆς Εὐνάπ. σ. 476 Boiss)· ἀλλὰ καὶ τὴν ἀρχήν τινι π. ὁ αὐτ. σ. 61· - τοὺς Ἀθηναίους π. τῆς ἐπ’ αὐτὸν ὀργῆς, ἀπαλλάττειν, ἀπελευθεροῦν τῆς …, Θουκ. 2.65· φαρμάκῳ π. ἑαυτὸν τοῦ ζῆν Στράβ. 374· παραλελύσθαι τοῦ φόβου Πολύβ. 30. 4, 7· μετὰ μόνης αἰτ., ἀπελευθερῶ, δυστάνου ψυχὰν Εὐρ. Ἄλκ. 115. ΙΙΙ. λύω προσέτι, ἐπειδὰν δὲ ἡ κύων λάβῃ τὸ ἴχνος ὀρθὸν ... παραλῦσαι καὶ ἑτέραν Ξεν. Κυν. 6, 14. IV. προξενῶ ἀδυναμίαν καὶ χαύνωσιν, Πλάτ. Ἀξίοχ. 367Β· π. τὸ σῶμα τροφῆς ἀποχῇ Πλουτ. Δημήτρ. 38· - ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ παθ., πίπτω εἰς παράλυσιν, ἰδίως ἐπὶ προσβολῆς παραλύσεως, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 990, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 13, 15 ἀκολούθως καθόλου, ἐξαντλοῦμαι, καταπίπτω, ἐπὶ καμήλων, Ἡρόδ. 3.105· ἡ δύναμις τῆς πόλεως ... παρελύθη Λυσ. 134. 6, τῇ σωματικῇ δυνάμει παραλυόμενος Πολύβ. 16. 5, 7· παραλελυμένοις καὶ τοῖς σώμασι καὶ ταῖς ψυχαῖς ὁ αὐτ. 20. 10, 9· τὴν δύναμιν παρελέλυντο ὁ αὐτ. 1. 58, 5· τὰς χεῖρας Τέλης παρὰ Στοβ. 523. 21.

French (Bailly abrégé)

I. délier sur le côté, acc. ; particul. ouvrir secrètement ; t. de méd. paralyser ; fig. énerver, affaiblir;
II. délier, d’où
1 séparer : τινά τινος une personne d’une autre;
2 libérer, délivrer, affranchir : τινα τῆς ὀργῆς THC apaiser le ressentiment de qqn;
3 exempter, dispenser : τινα τῆς στρατηΐης HDT ou τῆς ἀρχῆς THC relever qqn de son commandement;
Moy. παραλύομαι délier sur son côté, sur ses épaules, acc..
Étymologie: παρά, λύω.

English (Slater)

παραλύω
   1 release from c. acc. & gen., τὸ δὲ τυχεῖν πειρώμενον ἀγωνίας ἀφροσύνας παραλύει (παραλύει δυσφρονᾶν Dindorf.) (O. 2.52)

English (Strong)

from παρά and λύω; to loosen beside, i.e. relax (perfect passive participle, paralyzed or enfeebled): feeble, sick of the (taken with) palsy.

English (Thayer)

(perfect passive participle παραλελυμένος); properly, to loose on one side or from the side (cf. παρά, IV:1); to loose or part things placed side by side; to loosen, dissolve, hence, to weaken, enfeeble: παραλελυμένος, suffering from the relaxing of the nerves, unstrung, weak of limb (palsied), L WH marginal reading) see παραλυτικός); παραλελυμένα γόνατα, i. e. tottering, weakened, feeble knees, χεῖρες παραλελυμένα παρελύοντο αἱ δεξιαι, of combatants, Josephus, b. j. 3,8, 6; παρελύθη καί οὐκ ἐδύνατο ἔτι λαλῆσαι λόγον, σωματική δυνάμει παραλελυμένα, Polybius 32,23, 1; τοῖς σωμασι καί ταῖς ψυχαῖς, id. 20,10, 9.'