Λύδιος
ἀνὴρ ἀχάριστος μὴ νομιζέσθω φίλος → an ungrateful man should not be considered a friend
English (LSJ)
[ῡ], α, ον, of Lydia, Lydian, αὐλοί Pi.O.5.19; σύκινα PCair.Zen.33.12 (iii B.C.); also ος, ον Luc.VH1.8, Harm.1: prov., παρὰ τὸ Λύδιον ἅρμα θέειν to be left far behind, Diogenian.6.28, Greg.Cypr.2.99, cf. Pi.Fr.206: Λυδία λίθος, ἡ, a siliceous stone used to assay gold, and first discovered in Lydia, elsewhere βάσανος, Λυδία γὰρ λίθος μανύει χρυσόν B.Fr.10; also Λυδία πέτρη Theoc.12.36; and ἡ Λ. Anon. in An.Ox.3.216; Λυδία λίθος, of the magnet, S.Fr.800: Λύδιον, τό, a kind of vase, Λ. μέζω AJA31.349.
French (Bailly abrégé)
α ou ος, ον :
de la Lydie ; ἡ Λυδία (γῆ ou χώρα) la Lydie, contrée d'Asie Mineure ; Λυδία Lydie, n. de f. (notamment la première Européenne convertie par Paul).
Étymologie: Λυδός.
Russian (Dvoretsky)
Λύδιος: 3, реже 2 (ῡ) лидийский: Λυδίη πέτρη Theocr. лидийский, т. е. пробный камень.
Greek (Liddell-Scott)
Λύδιος: -α, -ον, ὁ ἐκ Λυδίας, Λυδικός, Πίνδ.· ὡσαύτως ος, ος, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 8, Ἁρμον. 1· - παροιμ., παρὰ τὸ Λύδιον ἅρμα θέειν, «ἀφίνομαι εἰς τὰ κρύα τοῦ λουτροῦ», μένω πολὺ ὀπίσω, Παροιμιογρ., πρβλ. Πινδ. Ἀποσπ. 222· - Λυδία λίθος, ἡ, εἶδος πυρολίθου ἐν χρήσει πρὸς δοκιμὴν τοῦ χρυσοῦ, κατὰ πρῶτον ἀνακαλυφθέντος ἐν Λυδίᾳ· ἀλλαχοῦ βάσανος, Λυδία γὰρ λίθος μανύει χρυσὸν Βακχυλ. Ἀποσπ. 14 [22] Blass, πρβλ. Σοφ. Ἀποσπ. 886· ὡσαύτως, Λ. πέτρα Θεόκρ. 12. 36· καί, ἡ Λυδία, Ἀνώνυμ. ἐν τοῖς Ὀξ. Ἀνεκδ. 3. 216· πρβλ. Θεοφρ. π. Λίθ. 46. 47. προσέτι, Λυδικὴ λίθος, Ἡσύχ. ἐν λ.
English (Slater)
Λῡδιος
1 Lydian ἔρχομαι Λυδίοις ἀπύων ἐν αὐλοῖς in the Lydian mode (O. 5.19) [Λυδίῳ (codd.: Λυδῷ coni. Pauw.) (O. 14.17) ] ἐξύφαινε, γλυκεῖα, καὶ τόδ' αὐτίκα, φόρμιγξ, Λυδίᾳ σὺν ἁρμονίᾳ μέλος (N. 4.45) φέρων Λυδίαν μίτραν καναχηδὰ πεποικιλμέναν (ἀλληγορικῶς τὸν ποικίλον ὕμνον οὕτως φησίν, ὡς Λυδίῳ ἁρμονίᾳ γεγραμμένον. Σ.) (N. 8.15) παρὰ Λύδιον ἅρμα πεζὸς οἰχνέων (cf. Eustath., Comm. Il., 816. 39, Λυδοὶ ἐπρώτευον κατὰ τὸ ἱππεύειν, ὅθεν καὶ παροιμία τὸ παρὰ Λ. ἅ. ἐπὶ τῶν πολὺ ὀπίσω ἀπολειπομένων) fr. 206. test., [Plut.], de mus., 15 (1136), Πίνδαρος δὲ ἐν παιᾶσιν ἐπὶ τοῖς Νιόβης γάμοις φησὶ Λύδιον ἁρμονίαν πρῶτον διδαχθῆναι Schr. fr. 64, quod ad Πα. 13. spectare censuit Snell.
Greek Monotonic
Λύδιος: [ῡ], -α, -ον και Λύδιος, -ον, αυτός που προέρχεται από τη Λυδία, Λυδικός, σε Πίνδ., κ.λπ.· Λυδία λίθος, ἡ, είδος πυρόλιθου που χρησιμοποιούνταν στην εξέταση του χρυσού, σε Σοφ.· επίσης, Λυδία πέτρα, σε Θεόκρ.
Greek Monolingual
-α, -ο (AM λύδιος, -ία, -ον, Α θηλ. και -ος) Λυδός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Λυδία, αρχαία χώρα της Μικράς Ασίας, ή προέρχεται από τη Λυδία, λυδικός
2. (το αρσ. και θηλ. ως κύριο όν.) ο Λύδιος, η Λυδία
ο Λυδός, η Λυδή, αυτός ή αυτή που κατάγεται από τη Λυδία
3. φρ. α) «λυδία λίθος» ή απλώς «λυδία» — βλ. λίθος
β) «λύδιος τρόπος» ή «λύδιον είδος» ή «λύδιον μέλος» ή «λύδιος αρμονία» — ένας από τους 15 τρόπους της αρχαίας ελληνικής μουσικής ο οποίος εισήχθη από τη Λυδία
μσν.
φρ. «λύδιος τρόπος» — ο πέμπτος εκκλησιαστικός τρόπος του γρηγοριανού άσματος της Δυτικής Εκκλησίας
αρχ.
1. (το αρσ. ως κύριο όν.) επίκληση του Διός, του Βάκχου και του Άττυος
2. παροιμ. «παρὰ τὸ Λύδιον ἅρμα θέω» — μένω πολύ πίσω, καθυστερώ.
Middle Liddell
Λύδιος, η, ον
of Lydia, Lydian, Pind., etc.: —Λυδία λίθος, a stone used to assay gold, Soph.; also, Λ. πέτρα Theocr.