είμι
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
Greek Monolingual
εἶμι (Α)
Ι. 1. έρχομαι («εἶμι δεῡρο», εἶμι εἴσω»)
2. πηγαίνω (α. «εἶμι οἴκαδε» β. «πάλιν εἶμι» — επιστρέφω, ξαναγυρίζω)
3. πορεύομαι («ὁδὸν εἶμι» — ακολουθώ πορεία)
4. διέρχομαι, περνώ ανάμεσα («εἶμι τὸ μέσον τοῦ οὐρανοῦ»)
5. κινούμαι, ταξιδεύω, μετακινούμαι κ.λπ. (α. «ἐπὶ νηὸς εἶμι» — ταξιδεύω με πλοίο
β. «ἔθνεα μελισσάων εἶσι» — όπως πετούν τα σμήνη τών μελισσών
γ. «οἷος δ' ἀστὴρ εἶσι μετ' ἀστράσι... ἕσπερος» — όπως διαγράφει την τροχιά του ανάμεσα στ' άστρα ο έσπερος)
6. ετοιμάζομαι να... («εἶμι θύσων»)
II. φρ.
1. «εἶμι εἰς χεῖρας» — έρχομαι στα χέρια, συμπλέκομαι
2. «εἶμι εἰς πόλεμον, εἰς συμμαχίαν» — λαμβάνω μέρος στον πόλεμο, στη συμμαχία
3. «ὁδὸν ἄδικον εἶμι» — ακολουθώ άδικο δρόμο, συμπεριφέρομαι άδικα
4. «εἶμι ἐς τὰ παραγγελλόμενα» — υπακούω στις διαταγές
5. (οι τύποι της προστακτικής ἴθι, ἴτω, ἴτε)
α) (ως μόρια παρακελευσματικά) εμπρός, εμπρός λοιπόν (ἴτε, παῖδες Ἑλλήνων ἐλευθεροῦτε πατρίδα») β) ἴτω
ας είναι, πάει καλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. είμι έχει σημ. ενεστώτα κυρίως στον Όμηρο, ενώ στην αττική διάλεκτο χρησιμοποιείται ως μέλλοντας, ο δε ενεστ. εκφράζεται με τον τ. έρχομαι (αόρ. ήλθον, παρακμ. ελήλυθα). Τα είμι, ει (< εί-si), εί-σι ταυτίζονται τόσο μορφολογικά όσο και σημασιολογικά με τα αρχ. ινδ. e-mi, e-si, e-ti (πρβλ. επίσης λιθ. ei-mi, ei-si, eĩ-ti και χεττ. pāi-mi, pāi-ši, pāi-zi, με προθηματ. pe-, pa-). To α' πληθ. πρόσ. ίμεν αντιστοιχεί στο αρχ. ινδ. i-mas, η προστ. ί-θι στο αρχ. ινδ. i-hi και ο ομηρ. πρτ. ήϊα με το αρχ. ινδ. āyam. Με το είμι εξάλλου συνδέονται και ορισμένοι ονοματικοί τ. όπως ί-θματα, ισθμός, ιτός, ιταμός καθώς και τα εξ-ίτηλος, εισ-ιτήριο(-ν).
ΣΥΝΘ. αρχ. άνειμι, άπειμι, δίειμι, είσειμι, έξειμι, έπειμι, κάτειμι, μέτειμι, πάρειμι, περίειμι, πρόειμι, πρόσειμι, σύνειμι, ύπειμι].