είμι

From LSJ

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132

Greek Monolingual

εἶμι (Α)
Ι. 1. έρχομαιεἶμι δεῡρο», εἶμι εἴσω»)
2. πηγαίνω (α. «εἶμι οἴκαδε» β. «πάλιν εἶμι» — επιστρέφω, ξαναγυρίζω)
3. πορεύομαι («ὁδὸν εἶμι» — ακολουθώ πορεία)
4. διέρχομαι, περνώ ανάμεσαεἶμι τὸ μέσον τοῦ οὐρανοῦ»)
5. κινούμαι, ταξιδεύω, μετακινούμαι κ.λπ. (α. «ἐπὶ νηὸς εἶμι» — ταξιδεύω με πλοίο
β. «ἔθνεα μελισσάων εἶσι» — όπως πετούν τα σμήνη τών μελισσών
γ. «οἷος δ' ἀστὴρ εἶσι μετ' ἀστράσι... ἕσπερος» — όπως διαγράφει την τροχιά του ανάμεσα στ' άστρα ο έσπερος)
6. ετοιμάζομαι να... («εἶμι θύσων»)
II. φρ.
1. «εἶμι εἰς χεῖρας» — έρχομαι στα χέρια, συμπλέκομαι
2. «εἶμι εἰς πόλεμον, εἰς συμμαχίαν» — λαμβάνω μέρος στον πόλεμο, στη συμμαχία
3. «ὁδὸν ἄδικον εἶμι» — ακολουθώ άδικο δρόμο, συμπεριφέρομαι άδικα
4. «εἶμι ἐς τὰ παραγγελλόμενα» — υπακούω στις διαταγές
5. (οι τύποι της προστακτικής ἴθι, ἴτω, ἴτε)
α) (ως μόρια παρακελευσματικά) εμπρός, εμπρός λοιπόν (ἴτε, παῖδες Ἑλλήνων ἐλευθεροῦτε πατρίδα») β) ἴτω
ας είναι, πάει καλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. είμι έχει σημ. ενεστώτα κυρίως στον Όμηρο, ενώ στην αττική διάλεκτο χρησιμοποιείται ως μέλλοντας, ο δε ενεστ. εκφράζεται με τον τ. έρχομαι (αόρ. ήλθον, παρακμ. ελήλυθα). Τα είμι, ει (< εί-si), εί-σι ταυτίζονται τόσο μορφολογικά όσο και σημασιολογικά με τα αρχ. ινδ. e-mi, e-si, e-ti (πρβλ. επίσης λιθ. ei-mi, ei-si, -ti και χεττ. pāi-mi, pāi-ši, pāi-zi, με προθηματ. pe-, pa-). To α' πληθ. πρόσ. ίμεν αντιστοιχεί στο αρχ. ινδ. i-mas, η προστ. ί-θι στο αρχ. ινδ. i-hi και ο ομηρ. πρτ. ήϊα με το αρχ. ινδ. āyam. Με το είμι εξάλλου συνδέονται και ορισμένοι ονοματικοί τ. όπως ί-θματα, ισθμός, ιτός, ιταμός καθώς και τα εξ-ίτηλος, εισ-ιτήριο(-ν).
ΣΥΝΘ. αρχ. άνειμι, άπειμι, δίειμι, είσειμι, έξειμι, έπειμι, κάτειμι, μέτειμι, πάρειμι, περίειμι, πρόειμι, πρόσειμι, σύνειμι, ύπειμι].