εκείνος
οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἐκεῖνος, -η, -ον)
1. δεικτική αντωνυμία που χρησιμοποιείται για αντικείμενα που βρίσκονται μακριά («εκείνου του τραγουδιστή τση νύκτας εθυμάτο», Ερωτόκρ.)
2. όταν η αντωνυμία αυτός ή ούτος και εκείνος αναφέρονται σε δύο προηγούμενες λέξεις, η εκείνος αναφέρεται στην πιο απομακρυσμένη ενώ η ούτος στην πλησιέστερη (σπανίως αντίστροφα)
3. (με αναφορική πρόταση δηλώνει αυτό για το οποίο γίνεται λόγος («ἐκείνων τῶν ἐν πολέμοις τελευτησάντων»)
4. (για πασίγνωστο πρόσωπο δηλώνει θαυμασμό ή περιφρόνηση («ἐκεῖνος ἡνικ' ἦν Θουκυδίδης», «εκείνα τα χρόνια»)
5. ως επαναληπτική αντωνυμία
6. ως αυτοπαθής
νεοελλ.
με γενική κτητική αντί του άρθρου σε μίμηση της γαλλικής («το δωμάτιό μου κι εκείνο του πατέρα μου»)
μσν.
ο ίδιος
αρχ.
1. γεν. σε αναφορά με ό,τι προηγήθηκε
2. για πράγματα που δεν θυμάται κανείς ή αποφεύγει να αναφέρει
3. (φιλοσ.) ο υπερβατός κόσμος
4. (ισοδυναμεί με τοπ. επίρρ. στάσης ή κίνησης)
αυτός που βρίσκεται εκεί ή έρχεται από εκεί
5. (για χρόνο με πρόθ.) α. «ἐξ ἐκείνου» ή «ἀπ' ἐκείνου» — από τότε
β. «μετ' ἐκείνου» — μετά απ' αυτά
6. (για τόπο) «κατ' ἐκεῖνα» — σ' εκείνα τα μέρη
7. (δοτ. εν. θηλ. ως επίρρ.) ἐκείνῃ
α) σε εκείνη τη θέση
β) προς εκείνο το μέρος
γ) μ' εκείνον τον τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τα εκείνος και κείνος προήλθαν από το δεικτικό στοιχείο -κε- (πρβλ. εκεί) σε συνδυασμό με τη δεικτική αντωνυμία eno- που χρησιμοποιείται για να δηλώσει μακρινής αποστάσεως αντικείμενα. Το θ. eno- απαντά επίσης στα ελλ. ένη «η τρίτη μέρα», χεττ. eni-, anni- «εκείνος»].