θεράπευμα

From LSJ

κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θερᾰπευμα Medium diacritics: θεράπευμα Low diacritics: θεράπευμα Capitals: ΘΕΡΑΠΕΥΜΑ
Transliteration A: therápeuma Transliteration B: therapeuma Transliteration C: therapevma Beta Code: qera/peuma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A a service done to another:
I θεράπευμα θεοῦ divine worship, Pl.Def.415a.
2 service paid to a person, ξενικὰ θ. Id.Lg.718b, cf. Plu.2.1117c.
II care of the body, Pl.Grg. 524b (pl.); of a child, E.Hyps.Fr.3(1) ii 12 (lyr., pl.).
2 surgical treatment, Hp.Mochl.40(pl.), Arist.EN1181b3 (pl.); Ἀσκλαπιοῦ IG4.952.96 (Epid.), etc.
III concrete, preparations, drugs, Hp.Morb.4.34.

German (Pape)

[Seite 1199] τό, Dienstleistung, Wartung, Pflege des Körpers, Plat. Gorg. 524 b; ξενικά Legg. IV, 718 a; Xen. Cyr. 5, 5, 28; Heilung, Arist. eth. 10, 10. – Bei Plut. adv. Col. 17 Bezeugung der Hochachtung.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 soin, remède;
2 marque d'égards.
Étymologie: θεραπεύω.

Russian (Dvoretsky)

θεράπευμα: ατος τό
1 почитание, культ (θεοῦ Plat.);
2 услуга, любезность, внимание: ξενικὰ θεραπεύματα Plat. предупредительное отношение к чужеземцам;
3 забота, уход, попечение: τὸ σῶμα (ἔχει) καὶ τὰ θεραπεύματα καὶ τὰ παθήματα Plat. тело сохраняет (признаки) как забот (о нем), так и страданий;
4 лечение: τὰ θεραπεύματα Arst. способы лечения;
5 почтительное отношение, учтивость Plut.

Greek (Liddell-Scott)

θεράπευμα: τό, ὑπηρεσία γινομένη εἰς ἕτερον, Ι. θ. θεοῦ, θεία λατρεία, Πλάτ. Ὅροι 415A. 2) περιποίησις, ὑπηρεσία πρός τινα, ξενικὰ θ. Πλάτ. Νόμ. 718D, πρβλ. Πλούτ. 2. 1117C. ΙΙ. μέριμνα, φροντίς, περιποίησις τοῦ σώματος, Πλάτ. Γοργ. 524B. 2) ἰατρικὴ θεραπεία, Ἱππ. Μοχλ. 866, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 9, 21, κτλ.

Greek Monolingual

θεράπευμα, τὸ (Α) θεραπεύω
1. (για θεούς ή ήρωες) λατρεία
2. περιποίηση, υπηρεσία προς κάποιον
3. φροντίδα του σώματος
4. ιατρική θεραπεία
5. παρασκεύασμα χρήσιμο ως φάρμακο.

Greek Monotonic

θεράπευμα: -ατος, τό, ιατρική περίθαλψη, σε Αριστ.

Middle Liddell

θεράπευμα, ατος, τό,
medical treatment, Arist.

English (Woodhouse)

attention, care, regard, on a god, worship of the gods

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)